Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

Ερωτευμένος πειρατής

Νεφέλη Ανθοπούλου
Λαίδη Ζίρο, Πειρατής Ντόνοβαν
.
Ν. Ανθοπούλου, Π. Αργυριάδης
.
Η σκηνή του Βασιλικού θεάτρου
.
Θεσσαλονίκη
Πηγή στοιχείων : Κρατικό Θέατρο Β. Ελλάδος.

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008

Animal look

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

Όλο σοκολάτα

Παχύρρευστη κρέμα σοκολάτα με φουντούκι για το ψωμί
Υλικά : 3/4 της κούπας γάλα, 1,3/4 κούπες ζάχαρη, 50 γρ. γλυκόζη, 200 γρ. κουβερτούρα, 3/4 της κούπας φουντούκια τριμμένα.
Εκτέλεση : Σε μιά κατσαρόλα βάζουμε το γάλα, τη ζάζαρη και τη γλυκόζη και τα βράζουμε για αρκετή ώρα, μέχρι η θερμοκρασία να φτάσει στους 105 βαθμούς C. Αδειάζουμε το μίγμα πάνω στην κουβερτούρα, ομογενοποιούμε πολύ καλά και προσθέτουμε το φουντούκι. Ανακατεύουμε σταδιακά έως ότου πέσει η θερμοκρασία και γεμίζουμε βάζα. Διατηρείται σε ξηρό και δροσερό μέρος.
.
Κέϊκ σοκολάτας με κυδώνια
Υλικά για το κέϊκ * : 1 κούπα βούτυρο, 2 κούπες ζάχαρη, 4 αυγά, 2.5 κούπες αλεύρι που φουσκώνει μόνο του, 3/4 της κούπας κακάο, 1/4 κουταλάκι σόδα, 1 κούπα αμύγδαλα ψημένα κι αλεσμένα, εσάνς πικραμύγδαλου, 2/3 της κούπας γάλα.
Εκτέλεση * : Χτυπάμε το βούτυρο μαζί με τη ζάχαρη μέχρι ν' αφρατέψει, ρίχνοντας ένα - ένα τα αυγά. Αλέθουμε τα αμύγδαλα, τ' ανακατεύουμε με το αλεύρι και το κακάο και τα προσθέτουμε στο μίγμα εναλλάξ με το γάλα. Αδειάζουμε το μισό σε μιά βουτυρωμένη κι αλευρωμένη φόρμα, αραδιάζουμε τα κυδώνια που έχουμε ετοιμάσει από πριν, καλύπτουμε με το υπόλοιπο μίγμα του κέϊκ και ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180 βαθμούς για μία ώρα περίπου.
Υλικά για τα κυδώνια * :
4 κυδώνια, 2 κούπες ζάχαρη , 2 κούπες χυμό πορτοκαλιού , 4 κουταλιές κονιάκ , γαρύφαλλα , φλούδα ενός πορτοκαλιού , 1 ξυλάκι κανέλλας.
Εκτέλεση * : Καθαρίζουμε τα 2 κυδώνια, και τ' άλλα 2 τ' αφήνουμε με τη φλούδα. Κόβουμε τα καθαρισμένα στα 6, τα ακαθάριστα στα 4 κι αφαιρούμε τα κουκούτσια. Βάζουμε από ένα γαρύφαλλο στο καθένα και τα τοποθετούμε σε ταψί. Ανακατεύουμε τη ζάχαρη με το χυμό πορτοκαλιού και το κονιάκ και το ρίχνουμε πάνω στα κυδώνια. Προσθέτουμε τη φλούδα πορτοκαλιού για άρωμα, καλύπτουμε με αλουμινόχαρτο και ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180 βαθμούς C για 2 περίπου ώρες.
Σημείωση : Για το κέϊκ χρησιμοποιούμε τα καθαρισμένα κυδώνια, αφού βγάλουμε το γαρύφαλλο. Σερβίρουμε τα κυδώνια που αφήσαμε με τη φλούδα για επιδόρπιο.
Πηγή στοιχείων : Για την πρώτη συνταγή, Στέλιος Παρλιάρος, Όλο σοκολάτα, Σιδέρης 2007 . Από τη δεύτερη, κράτησα μόνο την ιδέα και τη φωτογραφία. Οι συνταγές για το κέϊκ σοκολάτας και τα ψητά κυδώνια είναι δικές μου (βλ. αστερίσκους ).

Γνωμικά και παροιμίες

Σκηνή από θυσία ( 6ος π.Χ. αιώνας )
Γνωμικά και παροιμίες
Χαράλαμπος Μπαρακλής, Εστία 2004
Συκοφαντία :
1. Πιο κακό πράγμα από τη συκοφαντία ακόμα δεν φάνηκε - Κλεάνθης
2. Όποιος εύκολα πιστεύει στις συκοφαντίες, ή ο ίδιος είναι κακός στο χαρακτήρα, ή έχει μυαλό εντελώς μικρού παιδιού - Μένανδρος
3. Ο καθένας έτοιμη έχει την κακογλωσσιά στο στόμα - Αισχύλος
4. Τίποτα πιο φιλοσοφημένο δεν υπάρχει από το νάσαι ικανός ν' αντέχεις τις κακολογίες - Φιλήμονας
5. Ο καλός άνθρωπος δεν δίνει σημασία, όταν τον κατηγορούν άνθρωποι φαύλοι - Δημόκριτος
Κολακεία :
6. Από τα μεν τ' άγρια θηρία το πιο κακό είναι ο τύραννος, από δε τα ήμερα ο κόλακας - Πλούταρχος
7. Τους κόλακες να τους απομακρύνεις, ως πιο επικίνδυνους κι από τους εχθρούς - Πυθαγόρας
8. Είναι προτιμότερο να πέσεις σε κόρακες, παρά σε κόλακες. Οι πρώτοι τρώνε τα σώματα των πεθαμένων, ενώ οι δεύτεροι διαφθείρουν τις ψυχές των ζωντανών - Αντισθένης
Φθόνος :
9. Ο φθόνος είναι σημείο κακίας, και δεν έχει δικαιολογία με την οποία ο φθονερός θα μπορούσε να συγχωρεθεί - Δημοσθένη
10. Εκείνοι που φθονούν είναι πιο δυστυχισμένοι από τους άλλους ανθρώπους. Γιατί οι φθονεροί εκτός από τις δικές τους συμφορές, λυπούνται και για τα καλά των άλλων ανθρώπων - Θεόφραστος
11. Απ' όλα, το πιο άδικο πράγμα είναι ο φθόνος - Τραγικών αδέσποτα αποσπάσματα
12. Ο φθονερός γίνεται εχθρός του εαυτού του : κατέχεται από λύπες που μόνος του προκαλεί - Μένανδρος
Κακία :
13. Ο κακός μοιάζει σαν τα κάρβουνα. Όταν δεν σε κάψουν, θα σε μουτζουρώσουν - Λαϊκή σοφία
14. Σιμά στα ζηλεμένα κι η κακία - Λαϊκή σοφία
( Τα καλά κι ενάρετα κακολογούνται )
15. Ο κακός κακά λογιάζει - Λαϊκή σοφία
16. Κανένας κακός δεν πιστεύει στην καλοσύνη του άλλου - Λαϊκή σοφία
17. Κακού κόρακος, κακόν ωόν - Λαϊκή σοφία
( Του κακού ανθρώπου, ανάλογα είναι και τα έργα του )
Αδικία :
18. Τ' άδικο το τρως, αλλά δεν το χωνεύεις - Λαϊκή σοφία
19. Η αδικία δεν συγχωριέται - Λαϊκή σοφία
Αδιαντροπιά :
20. Όταν σ' ενοχλεί η αδιαντροπιά κάποιου, ρώτησε αμέσως τον εαυτό σου : " Είναι δυνατό να μην υπάρχουν στο κόσμο αδιάντροποι ; " Δε μπορεί. Μη ζητάς λοιπόν τα αδύνατα - Μάρκος Αυρήλιος
Πηγή στοιχείων : Χαράλαμπος Μπαρακλής, Γνωμικά και παροιμίες, Εστία 2004

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

Βασκανία

Η πίστη στη βασκανία ήταν κοινή σε πολλούς λαούς της αρχαιότητας. Όπως δείχνουν οι αναφορές του Δημόκριτου, του Πλούταρχου, του Αριστοτέλη και του Αισχύνη, οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν σ' αυτή. Πίστευαν πως ο " βάσκανος οφθαλμός " μπορούσε να προσβάλλει κάθε ζωντανό ή άψυχο αντικείμενο, ιδιαίτερα δε τους ανθρώπους εκείνους που διακρινόταν για τη σωματική τους ομορφιά ή είχαν γενικά εξαιρετικά προσόντα κι ιδιότητες. Τα παιδιά θεωρούνταν σαν τα πιο εύκολα και πιο συχνά θύματα της βασκανίας. Οι λέξεις " βασκανία, βασκαίνω, βάσκανος " ανήκουν στη γλώσσα των προγόνων μας. Είναι δηλαδή αρχαίες ελληνικές λέξεις, παρόλο που η ετυμολογία τους εξακολουθεί να παραμένει ουσιαστικά άγνωστη.
Η αρχαιοελληνική λέξη " βασκανία " προέρχεται από το ρήμα " βασκαίνω " που σήμαινε αρχικά " κακολογώ, φθονώ, συκοφαντώ " . Με την έννοια αυτή τη βρίσκουμε στον Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη, ενώ το ρήμα το συναντάμε για πρώτη φορά στον Ησύχιο από την Αλεξάνδρεια ( ο σημαντικότερος από τους Έλληνες λεξικογράφους του 5ου αιώνα ) με τη σημασία του " κακολογώ. " Αργότερα σήμαινε την συκοφαντία και δυσφήμιση που γίνεται μ’ έναν κακόβουλο τρόπο. Στη συνέχεια μετέπεσε στην πρόκληση κακού σε κάποιον ή κάτι με την επήρεια ή τη μαγική ενέργεια του βλέμματος κι έχει επικρατήσει και με την ονομασία “ μάτιασμα ”, από το μάτι, απ’ το οποίο θεωρείται ότι προέρχεται η πρόκληση βλάβης. Γι’ αυτό κι έχουν καθιερωθεί παροιμιώδεις εκφράσεις όπως “ έχει κακό μάτι ”, “ μάτι να μη σε πιάσει ” κλπ.
Στην αρχή θεωρείτο ότι εκείνος που “ μάτιαζε ” κάποιον θα έπρεπε να νοιώθει γι’ αυτόν φθόνο. Κυριολεκτικά, “ κακό μάτι ” σημαίνει την επιβλαβή δύναμη που απορρέει από το επίμονο, φθονερό βλέμμα απέναντι σε πρόσωπα με αξιοζήλευτες ιδιότητες. Αργότερα όμως αυτό άλλαξε, μπορούσε κάποιος να “ βασκάνει ” χωρίς να το θέλει ή κι από θαυμασμό.
Η πίστη στη βασκανία είναι παγκόσμια. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε – και δεν υπάρχει λαός – που να μην την πιστεύει λίγο πολύ. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κι όλες οι θρησκείες χωρίς εξαίρεση, από τις αρχαιότερες ασιατικές μέχρι τις πιο σύγχρονες - τον χριστιανισμό και τον μωαμεθανισμό – αναγνωρίζουν ότι αποτελεί κάτι παραπάνω από πρόληψη.
Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τη βασκανία και πιο συγκεκριμένα ο Πλούταρχος, δίνει μια ψυχολογική και κατά το δυνατόν, ορθολογική ερμηνεία του φαινομένου. Αναλυτικότερα, πιστεύει ότι “ είναι πολύ φυσικό να συμβαίνει η βασκανία με τα μάτια καθώς η ματιά είναι πολυκίνητη, σκορπά μια πνοή φωτός – σαν τη φωτιά που βγάζει μια θαυμαστή δύναμη – και κάνει τον άνθρωπο να πράττει και να παθαίνει πολλά εξαιτίας της. Και στα ερωτικά βιώματα, την αρχή την κάνει η ματιά.”
Γενικά ο Πλούταρχος αναφέρει πως “ … Το να απιστεί κανείς όπου υπάρχουν μύρια παραδείγματα επειδή δεν είναι γνωστό το αίτιο κι όπου ο λόγος μας διαφεύγει δεν είναι δίκαιο. Εκείνος που αναζητάει στο κάθε τι το λογικό, καταρρίπτει το θαυμάσιο, γιατί όπου λείπει η αιτία εκεί αρχίζει η απορία, δηλαδή η φιλοσοφία. Ώστε κατά ένα τρόπο καταργούν τη φιλοσοφία οι απιστούντες στα θαυμάσια.”
Αλλού πάλι, συνεχίζει :
“ Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι
που στρέφουν το βλέμμα στα παιδιά και τα βλάπτουν, λιγότερο βλάπτονται οι μεγαλύτεροι γιατί το σώμα τους είναι ανεπτυγμένο και δεμένο, καίτοι ο Φίλαρχος ιστορεί πως οι κατοικούντες το πάλαι κοντά στον Πόντο Θηβαίοι, δεν ήσαν ολέθριοι μόνο για τα παιδιά, αλλά και για τους μεγάλους. Κι ένοιωθαν το φαινόμενο τούτο όσοι τους πλησίαζαν για ν’ αγοράσουν δούλους.”
Ο Πλούταρχος αναφέρει επίσης την περίπτωση του Περικλή που όταν ήταν άρρωστος από τον τότε λοιμό των Αθηνών και ρωτήθηκε από φίλο του για την κατάστασή του, έδειξε το φυλαχτό του, που του το είχε κρεμάσει η Ασπασία, κι είπε : “ Πραγματικά θα κινδύνεψα για να μου βάλουν οι γυναίκες φυλαχτά.”
Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι κάποια άγνωστη χημική δύναμη εκπέμπεται από τα μάτια, ενώ ο Δημόκριτος ότι οι βασκανιστές εκπέμπουν από τα μάτια τους την μαγνητική δύναμη με την οποία εισέρχονται στο σώμα τρίτων και προξενούν διαταραχές με βλαβερή επίδραση επί της ύλης και του πνεύματος.
.
Από Χριστιανική άποψη, η βασκανία μπορεί να θεωρηθεί ως δεισιδαιμονία. Ένα είδος μεταφοράς της δαιμονικής δύναμης, όχι απευθείας από τον διάβολο στον άνθρωπο, αλλά μέσω κάποιου μεσάζοντα.
Η λέξη " βάσκανος " αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη με την έννοια του φθονερού ή του κακού. Μαρτυρίες του Αγίου Ιγνατίου και του Ιουστίνου ( φιλοσόφου και μάρτυρα ), σχετίζουν τη βασκανία με το φθόνο και τη μαγεία. Ο Μέγας Βασίλειος ( 4ος αιώνας ) έγραψε λόγο " Περί φθόνου και βασκανίας " ενώ η Εκκλησία συνέθεσε ευχές κατά της βασκανίας, παραδεχόμενη την ύπαρξή της. Κατασκευάζει επίσης και φυλαχτά για την προστασία των πιστών από τον " βάσκανον οφθαλμόν. "
Στη βασκανία αναφέρθηκαν επίσης ο Χρυσόστομος, ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος κι ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων. Την πίστη στη βλάβη που προκαλεί ο βάσκανος οφθαλμός δείχνει ανάμεσα στους άλλους κι ο Ψελλός, όταν, μιλώντας στον εγγονό του, λεει : " αλλά μη σε βάλλει βάσκανος οφθαλμός. "
Στους αρχαίους χρόνους, συνέβαινε πολλές φορές να καλέσουν κάποιον ειδικό για να ξορκίσει το σπίτι από το κακό μάτι. Μια τέτοια περίπτωση βασκανίας αναφέρεται από τον Θεόκριτο, σε μια περικοπή από τον " Ηρακλίσκο ", όπου αναφέρεται πως ενεργούσε ο μεγάλος μάντης και ιερέας Τειρεσίας. Το τελετουργικό είχε ως εξής :
Ο Τειρεσίας παραγγέλλει στην κυρία του σπιτιού : " Εσύ νάχεις φωτιά έτοιμη επάνω στη στάχτη, ετοιμάστε επίσης ξερά ξύλα από ασπάλαθο ή παλιούρια ή βάτο ή ξεραμένη λευκάκανθα που έχει σείσει ο άνεμος και κάψτε πάνω σ' αυτά τα άγρια ξύλα τους δράκοντες ακριβώς τα μεσάνυχτα, τη στιγμή που θέλησαν να φάνε το παιδί σου. Νωρίς δε να μαζέψετε τη σκόνη της φωτιάς κι η υπηρέτριά σου να την πάει μακριά, να τη ρίξει όλη πάνω από το ποτάμι στις πέτρες που είναι όλο ρωγμές πέρα από τα όριά σας και να γυρίσει σπίτι χωρίς καθόλου να κοιτάξει πίσω της.
Στη συνέχεια ο Τειρεσίας συμβουλεύει τι ακριβώς θα κάνουν, ώστε να εξαγνισθεί το σπίτι εντελώς και να μείνει καθαρό από κάθε κακό. Τους λέει να κάψουν θειάφι και να θειαφίσουν όλο το σπίτι καλά. Μετά, να πάρουν νερό, να λειώσουν μέσα αλάτι και μ' ένα χλωρό κλαρί να ραντίσουν όλο το σπίτι. Στη συνέχεια να θυσιάσουν ένα χοίρο στον Δία και μ' αυτόν τον τρόπο θα γίνουν " υπέρτεροι ", δηλαδή θα σταθούν πάνω απ' όλα τα κακά, για πάντα.
Η Εκκλησία αντιμετωπίζει το μάτιασμα με αγιασμό ή ευχέλαιο. Μετά από μια σύντομη ακολουθία, ο ιερέας παρακαλεί τον παντοδύναμο Θεό να διώξει από τον ματιασμένο " πάσαν διαβολικήν ενέργειαν, πάσα σατανικήν έφοδο και πάσαν επιβουλήν, πονηρή περιέργεια, βλάβη και βασκανία των οφθαλμών των κακοποιών και πονηρών ανθρώπων." Γίνεται σταύρωμα με τον Σταυρό και ραντισμός με χλωρό βασιλικό.
Στη λαϊκή παράδοση, η βασκανία αποκαλύπτεται και θεραπεύεται με πολλά μέσα, το γνωστότερο όμως είναι αυτό όπου παίρνουμε με το δάχτυλό μας μια σταγόνα λάδι από το καντήλι και τη βάζουμε σ' ένα ποτήρι με νερό. Αν η σταγόνα μείνει ακέραια στην επιφάνεια σημαίνει ότι το άτομο δεν είναι ματιασμένο. Αν όμως διαλύεται, σημαίνει ότι είναι. Παίρνουμε πάλι μια σταγόνα λάδι, σημειώνουμε στο μέτωπό του τρεις φορές το σημείο του σταυρού και ψιθυρίζουμε την παρακάτω ευχή :
" Ο Θεός κι όλοι οι Άγιοι να σε γιάνουν από κάθε κακό. Φεύγα πειρασμέ από δω, κι ο Θεός μας είν' εδώ. Άμε στα όρη στα βουνά, όπου βόδι δεν μουγκρίζει, όπου σκύλος δεν γαυγίζει. Εκεί να φας, εκεί να πιείς, φύγε από τον / την πούναι βαφτισμένος/η, μυρωμένος/η κι από τ' Άγια περασμένος/η. Μέτρα εννιά φορές ( μετράς ) , φτύσε τρεις φορές ( φτύνεις ) και θα γενείς καλά, θα γιατρευτείς από τη βασκανιά, απ' το κακό το μάτι. Οι Άγιοι να σε βοηθούνε και να σου παρασταθούνε. "
.
Ο πτυσμός είναι μια αρχαία παράδοση που υιοθέτησαν οι Βυζαντινοί και στη συνέχεια οι σύγχρονοι Έλληνες. Στην αρχαιότητα πιστευόταν ότι το σάλιο ήταν έδρα ψυχικής δύναμης, γι' αυτό και οι αθλητές έφτυναν για να πάρουν την τύχη με το μέρος τους. Φτύνω στ' αρχαία ελληνικά σημαίνει ξορκίζω και αναφορές στην παράδοση αυτή εναντίον της βασκανίας βρίσκουμε στα Ειδύλλια του Θεόκριτου.
Υπάρχει επίσης η συνήθεια, όταν θαυμάζουμε κάποιον για την υγεία του να χτυπάμε ξύλο. Το λέμε και το κάνουμε με πολλή σοβαρότητα για το λόγο ότι απασχολημένοι για την αναζήτηση του ξύλου γύρω μας και διαθέτοντας τη σκέψη μας προς τη νέα πράξη, όσο απλή κι αν φαίνεται, διακόπτουμε από το άτομο τη βλαβερή ακτινοβολία που ήμασταν έτοιμοι να του εξαπολύσουμε με τον θαυμασμό μας. Ταυτόχρονα, μεταβάλλουμε το κέντρο ενέργειας και κατεύθυνσης της σκέψης και της πράξης μας προς το ξύλο, αποκόπτοντας τη βάσκανο επίδραση και μαζί μ' αυτή κάθε αντιδραστικό και φθοροποιό αποτέλεσμα.
Για τον ίδιο λόγο, όταν λένε για τον εαυτό μας ή για κάποιον άλλον κάποια κακή πρόβλεψη, εκείνοι που την ακούν μας λένε : " κουνήσου από τη θέση σου ! "
Όλες οι θρησκείες προσπάθησαν να εξηγήσουν το φαινόμενο ανάλογα με τα μέσα που διέθεταν. Οπωσδήποτε, η γενική αντίληψη ήταν και είναι ότι πρόκειται για σατανική επήρεια που οφείλεται στην ψυχοκινητική δύναμη του βασκανιστή. Ο θαυμασμός, ο φθόνος, η ευχή, η κατάρα, το μάτι, η μαγεία, έχουν την ίδια πηγή ενέργειας, επιδρούν στην ισορροπία του οργανισμού και προξενούν βλάβες στα άτομα, τα ζώα - ιδιαίτερα εκείνα που αποτελούν περιουσιακό στοιχείο για κάποιον, όπως τα άλογα, οι αγελάδες και τα πρόβατα - ακόμα και στ' αντικείμενα που προκάλεσαν την εκπομπή της.
Οι μεσογειακοί λαοί επικαλούνται το " κακό μάτι " για να εξηγήσουν μια απρόσμενη κακοτυχία που αποσπά το άτομο από τη φυσική ροή της καθημερινότητάς του ή ένα έντονο αδικαιολόγητο άσχημο συναίσθημα που προσβάλλει τη διάθεσή του, ακόμα και την υγεία του. Ο ανθρωπολόγος Dundes συμπεραίνει ότι το μάτιασμα συμβολίζει την απομύζηση των ζωτικών υγρών του ατόμου και θεραπεύεται με την τελετουργική αποκατάσταση της φυσιολογικής και συμβολικής ισορροπίας.
Σήμερα είναι γνωστό ότι ο κάθε άνθρωπος εκπέμπει την δική του ηλεκτρική ενέργεια κι ότι αυτή η ενέργεια ακτινοβολείται περισσότερο από τα μάτια και τα δάχτυλα. Η θεραπευτική ιδιότητα των χεριών ήταν γνωστή από την αρχαιότητα, υπάρχουν ανάγλυφα ότι οι ιερείς χρησιμοποπιούσαν τη μέθοδο αυτή στα Ασκληπιεία, ενώ στη Βίβλο αναφέρεται ότι η ευλογία δινόταν πάντα με τα χέρια. Παντού και πάντα, ένα ευεργετικό χέρι μπορεί να προκαλέσει θαύματα. Ας επιστρέψουμε όμως στη βασκανία.
Η παραμικρότερη κίνηση στο Σύμπαν είναι ένας κραδασμός κι έτσι, κάθε λέξη που εκστομίζεται ή κάθε ιδέα που συλαμβάνεται μπορεί να έχει ευεργητική ή βλαβερή επίδραση.* Μια παραστατική φράση του λαού μας γι' αυτό το θέμα, είναι : " καλομελέτα κι έρχεται, κακομελέτα κι έρχεται ".
Όλοι οι λαοί υιοθετούσαν ανέκαθεν παραδοσιακές πρακτικές για προστασία από τη βασκανία, κι ακόμη έκαναν - και κάνουν - χρήση φυλακτών. Για παράδειγμα, υπάρχουν άνθρωποι που αποφεύγουν να μιλούν για την ευτυχία τους ή να γελάσουν πολύ, από φόβο μην τους βγουν ξινά τα γέλια.
Οι Εβραίοι δεν εκθέτουν τα ψώνια τους στα βλέμματα του κόσμου από φόβο ότι θα προκαλέσουν τον φθόνο. Οι Ιταλοί, οι Τούρκοι, οι Κύπριοι και οι Έλληνες φορούν ματόχαντρα . Οι Χαράς της Αφρικής φτιάχνουν ζωμό από ένα εγχώριο φυτό ενώ οι ιθαγενείς της Αυστραλίας φορούν σαν φυλακτό στο λαιμό τους ανθρώπινα κόκαλα. Στους Κινέζους είναι τόσο ριζωμένη η πίστη στα φυλακτά που φτιάχνουν και χάπια φυλακτά από αγιασμένες κατά την πίστη τους ουσίες, τα οποία καταπίνουν πιστεύοντας πως έτσι εξασφαλίζουν την υγεία τους.
Τέλος, υπάρχουν και ζώα που ασκούν γοητεία. Έτσι, στην αρχαία Αίγυπτο είχαν για φυλακτό ομοίωμα σκαραβαίου για να προστατεύουν τις πυραμίδες από το κακό μάτι, ενώ ο Πεισίστρατος είχε τοποθετήσει μπροστά στα Προπύλαια της Ακροπόλης ένα μεγάλο ομοίωμα ακρίδας για φυλακτό των Αθηνών.
* Η θεία μου η Νίτσα που έζησε όλη της τη ζωή στο βουνό, έλεγε : " Μην το λες και τ' ακούσει ο Θεός. "
Πηγές στοιχείων : Γιώργης Καραφουλίδης, Υπνωτισμός, Δρόμων 2007, Απαγορευμένες γνώσεις, Αρχέτυπο 2007 κι οι ιστοσελίδες που ήδη αναφέρθηκαν.

Μνησικακία

Max Scheler ( 1874 - 1928 )
Ο μεγάλος στοχαστής πάνω στο θέμα είναι ο Max Scheler, ο συγγραφέας του βιβλίου “ Ο μνησίκακος άνθρωπος ”.
Κατά τη γνώμη του, η μνησικακία ξεκινάει από ένα αίσθημα αδυναμίας. Η μνησικακία είναι πιο παθητική από τον καθαρό φθόνο. Όταν γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε μια κατάσταση η οποία δεν μας αρέσει, αλλά δεν μπορούμε και να το πάρουμε απόφαση, τότε συχνά το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η μνησικακία.
Υπό την κυριαρχία της μνησικακίας, υποτιμάμε κι ως εκ τούτου, υποβιβάζουμε αυτό που δεν μπορούμε να έχουμε ή να φτάσουμε. Η βασικότερη αφήγηση που άπτεται της μνησικακίας, είναι ο μύθος του Αισώπου “ Η αλεπού και τα σταφύλια ”. Αφού η αλεπού τελικά δεν μπορεί να φτάσει τα σταφύλια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει νάναι καλά κι έτσι, λεει “ ας πάνε στην ευχή.”
“ Αντί για έναν ορισμό της λέξης ” γράφει ο Scheler, “ ας προσπαθήσουμε να δώσουμε συνοπτικά έναν χαρακτηρισμό του φαινομένου.
Η μνησικακία είναι μια αυτό – δηλητηρίαση του νου με προσδιορισμένες αιτίες κι αποτελέσματα. Είναι μια νοητική στάση, με κάποια διάρκεια, που προκαλείται από τις συστηματικές απωθήσεις κάποιων συναισθημάτων που, ως τέτοια, είναι φυσιολογικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Η απώθησή τους οδηγεί στην συνεχή τάση να παραδινόμαστε σε κάποια είδη πλάνης ως προς την αξία, καθώς και τις αντίστοιχες κρίσεις ως προς αυτήν. Ανάμεσα στα συναισθήματα και τα αισθήματα που υπονοούμε, πρέπει ν’ αναφέρουμε προπάντων τα εξής : την εκδικητικότητα, το μίσος, την κακεντρέχεια, το φθόνο, την κακολογία και τη μοχθηρία.”
Έτσι λοιπόν η μνησικακία
είναι μια πνευματική κατάσταση, μια κατάσταση που αφήνει όσους διακατέχονται απ’ αυτήν, μ’ ένα γενικότερο αίσθημα κακοβουλίας απέναντι στη ζωή : νοιώθοντας την αδυναμία τους, δεν πιστεύουν ότι μπορούν να γίνουν πολλά πράγματα για την πηγή των μνησίκακων αισθημάτων τους. Ο Scheler πίστευε ότι η μνησικακία μπορούσε να εκδηλωθεί μόνο αν αυτά τα συναισθήματα είναι ιδιαίτερα ισχυρά, όταν έχουν απωθηθεί, όταν συνοδεύονται από το αίσθημα ότι δεν μπορούμε να τα κάνουμε πράξη είτε λόγω σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας είτε λόγω φόβου.”
Συχνά, αυτή η κατάσταση οδηγεί στην δηλητηρίαση της προσωπικότητας. Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε τελικά, όσοι έχουν μνησικακία σχεδόν απολαμβάνουν τις ευκαιρίες για κριτική που τους επιτρέπει η νοοτροπία τους. Η κριτική που ωθείται από την μνησικακία δεν προσδοκά, ούτε και προσμένει, την εξάλειψη αυτού που θεωρεί λανθασμένο, ή εσφαλμένο ή κακό. Δίχως αυτά τα μειονεκτήματα κι αυτά τα σφάλματα, θα καταστρεφόταν “ η αυξανόμενη ευχαρίστηση που προσφέρει η εξύβριση κι η άρνηση.”
Ο Scheler υπογραμμίζει ξανά και ξανά
πως το στοιχείο της αδυναμίας είναι αυτό που συντελεί στη μνησικακία. Ο φθόνος, το μίσος, η ανάγκη για εκδίκηση, καταλήγουν στη μόνιμη μνησικακία όταν γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτά.
Επίλογος : Οτιδήποτε κι αν είναι, ο φθόνος πάνω απ’ όλα είναι μια σπατάλη πνευματικής ενέργειας. Ενώ δεν μπορεί ν’ αποδειχθεί το αν ο φθόνος αποτελεί μέρος της ανθρώπινης φύσης, πιστεύω ότι αυτό που μπορεί ν’ αποδειχθεί είναι το ότι, αν αφεθεί ελεύθερος, ο φθόνος έχει την τάση να μειώνει όλους όσους διακατέχει.
Όπου τίθεται σε λειτουργία ο φθόνος, η κρίση εκτραχύνεται κι εκπορνεύεται. Όπως και να λειτουργεί ο νους, ο φθόνος, το γνωρίζουμε, είναι μία από τις υπερβολές του, και ως τέτοια πρέπει να προσδιοριστεί και να καταπολεμηθεί με το μόνο μέσο που έχουμε στη διάθεσή μας : με το να μη λέμε ψέματα στον εαυτό μας, με την αυτοανάλυση και με την ισορροπημένη κρίση.
Αν ο θεολογικός στοχασμός είναι απρόσιτος για σας, αν αυτή καθαυτή η έννοια του “ αμαρτήματος ” δεν έχει κανένα νόημα, τότε άντ’ αυτού θα σας ζητούσα να θεωρήσετε τον φθόνο ως κάκιστη πνευματική υγιεινή. Παρεμποδίζει τη διαύγεια, τόσο για τον εαυτό μας όσο και για τους ανθρώπους που φθονούμε, και τελικά μας δίνει μια κακή εικόνα για τον εαυτό μας. Κανείς δεν μπορεί να δει καθαρά αυτό που φθονεί.
Ο φθόνος θολώνει τη σκέψη, συντρίβει την γενναιοδωρία, αποκλείει κάθ’ ελπίδα για γαλήνη και καταλήγει στο μαρασμό της ψυχής μας – λόγοι που αρκούν για ν’ αγωνιστούμε με όλη μας την πνευματική δύναμη για ν’ απελευθερωθούμε από αυτόν.
Πηγή στοιχείων
: Joseph Epstein, Φθόνος, Νεφέλη, 2005 κι η ιστοσελίδα που ήδη αναφέρθηκε.

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

Απολαμβάνοντας την πτώση

Joseph Epstein, Φθόνος, Νεφέλη, 2005
Σε μια παλιότερη εποχή δεν ξέραμε τους πλούσιους και διάσημους τόσο καλά όσο νομίζουμε ότι τους ξέρουμε σήμερα. Ο Cary Grant κι η Rita Hayworth δεν πήγαιναν σε τηλεοπτικά talk shows για να εκθέσουν την πιθανή αμάθειά τους. Εκείνο τον καιρό, οι εταιρείες δημοσίων σχέσεων προσλαμβάνονταν όχι για να φέρουν την δημοσιότητα στους πολύ πλούσιους, αλλά για να τους κρατήσουν μακριά από αυτή.
Όχι πια. Σήμερα ξέρουμε όχι μόνο πόσα βγάζουν οι γκλαμουράτοι κι οι περίεργα ταλαντούχοι, αλλά και τι άνθρωποι είναι. Νοιώθοντας την αδικία του όλου πράγματος, σίγουρα είναι αρκετοί όσοι τους περιφρονούν. Μια θέση ανάμεσά τους κατέχουν οι δημοσιογράφοι του σκανδαλοθηρικού τύπου, η βασική απασχόληση των οποίων είναι να να ικανοποιούν τον φθόνο δείχνοντας, με κάθε ευκαιρία, τους ταλαντούχους, τους διάσημους και τους πλούσιους σε κάποιο στάδιο πτώσης.
Ο κουτσομπολίστικος - σκανδαλοθηρικός τύπος, ο οποίος θα μπορούσε επίσης να ονομάζεται " Εθνική χαιρεκακία, " θριαμβολογεί στα πρωτοσέλιδά του : η Oprah τόριξε στο φαί και πήρε 28 κιλά. Την Britney Spears την απατά ο φίλος της. Η κόρη της Cher έχει άσχημα μπλεξίματα. Ο Brad Pitt καταστρέφει τον γάμο του. Η Whitney Houston δεν έχει ξεπεράσει τα προβλήματά της με τα ναρκωτικά. Άλλο ένα από τα εγγόνια της οικογένειας Kennedy έκανε κάτι ατιμωτικό. Ο Donald Trump τραβιέται στα δικαστήρια για ακόμα μεγαλύτερη διατροφή κοκ.
Η χαιρεκακία είναι το συναίσθημα που λειτουργεί εδώ : η απόλαυση της αποτυχίας ή της ήττας κάποιου άλλου. Η χαιρεκακία έχει μακρά ιστορία, όσο και η ιστορία της ανθρώπινης φύσης. Ο Λόρδος Μπάϊρον την είδε να λειτουργεί πίσω από τις επιθέσεις στον θεατρικό συγγραφέα και πολιτικό Richard Sheridan και την περιέγραψε ως εξής :
Ο κρυφός εχθρός με τ' άγρυπνο το βλέμμα
είν' ο ευαίσθητος, ο κατήγορος, ο κριτής κι ο καταδότης.
Ο εχθρός, ο μωρός, ο ζηλόφθονος κι ο κενόσπουδος,
ο φθονερός που ο πόνος του άλλου είν' ο αέρας που αναπνέει.
Ιδού ο οικοδεσπότης που απολαμβάνει να διαφθείρει,
κι ακολουθεί τα βήματα της δόξας ως τον τάφο,
παρατηρώντας κάθε σφάλμα που αυτή η τομληρή μεγαλοφυϊα
οφείλει εν μέρει στη ζέση που έχει εκ γενετής.
Παραποιώντας την αλήθεια, μαζεύοντας το ένα ψέμα πάνω στ' άλλο, έτσι φτιάχνεται η πυραμίδα της διαβολής.

Joseph Epstein, Φθόνος, Νεφέλη, 2005

Κάποιοι ψυχολόγοι πιστεύουν ότι η χαιρεκακία τροφοδοτείται κυρίως από το φθόνο. Διεξάγουν τα επονομαζόμενα ελεγχόμενα πειράματα στα οποία, σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι που δέχονται την αποτυχία του άλλου μ' ενθουσιασμό είναι εκείνοι που μοιάζουν να έχουν αποκτήσει τα χαρίσματά τους δίχως την παραμικρή προσπάθεια. Οι εκ φύσεως ευφυείς, οι εκπληκτικά καλά συγχρονισμένοι, οι αψεγάδιαστα όμορφοι - αυτοί είναι οι άνθρωποι που οι φθονεροί θα προτιμούσαν να δουν ν' αποτυγχάνουν και να την πατάνε.
Σίγουρα είναι εγγενώς λανθασμένο το να θέλουμε να δούμε τους ανθρώπους να ταλαιπωρούνται επειδή τυχαίνει να είναι προικισμένοι με χαρίσματα μεγαλύτερα από τα δικά μας. Ωστόσο, το να απολαμβάνουμε, έστω και λιγάκι, την πτώση υψηλόβαθμων διεφθαρμένων στελεχών της Enron ή της WorldCom για παράδειγμα, μοιάζει να είναι ένα μάλλον φυσικό - αν και δυσάρεστο - μέρος της ανθρώπινης φύσης.
Αυτό που μοιάζει λιγότερο φυσικό είναι το να απολαμβάνουμε ( κρυφά ) την ήττα των γνωστών, των φίλων, ακόμα και της οικογένειάς μας.
Ο La Rochefoucauld ( 1613 - 1680 ), τον οποίο όχι μόνο δεν τον πείραζε ν' ατενίζει την πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης αλλά απέκτησε και τη φήμη του τονίζοντάς την με τα υπέροχα αξιώματά του, διατύπωσε δύο που σχετίζονται άμεσα μ' αυτή την άποψη : " Όλοι μας έχουμε τη δύναμη για ν' αντέξουμε τα βάσανα των άλλων " και " Παρηγοριόμαστε εύκολα για τις δυστυχίες των φίλων μας, όταν μας δίνουν μια ευκαιρία να επιδείξουμε την τρυφερότητα που νοιώθουμε γι' αυτούς. " Το δεύτερο αξίωμα παρέχει τον καλύτερο λόγο για τον οποίο ποτέ δεν είναι σωστό να επιτρέπουμε να βγάζουν λόγο στο μνημόσυνο κάποιου αγαπημένου μας προσώπου όσοι προσφέρονται να κάνουν κάτι τέτοιο.
Γιατί άλλο είναι η χαιρεκακία ως προς τους μακρόθεν διάσημους κι άλλο είναι η ίδια η απόλαυση για τις απογοητεύσεις των κοντινών μας ανθρώπων, δίχως να αποκλείονται κι αυτοί για τους οποίους υποτίθεται ότι νοιαζόμαστε, ακόμα κι αγαπάμε. Από τον φθόνο για την επιτυχία των φίλων μας ως τη γνήσια ικανοποίηση για την αποτυχία τους, το βήμα προς τον κατήφορο είναι αποφασιστικό. Ο φθόνος που κάνει την εμφάνισή του με τη μορφή της χαιρεκακίας, αρχίζει να μοιάζει με αμάρτημα και μα τον Θεό, πρόκειται για ένα σοβαρά θανάσιμο αμάρτημα.
Πηγή στοιχείων : Joseph Epstein, Φθόνος, Νεφέλη, 2005.

Κυριακή 24 Αυγούστου 2008

Η πανουργία δε δείχνει από την αρχή το πρόσωπό της

Μεσαιωνικές απεικονίσεις αρετών κι ελαττωμάτων
Ο προσκυνητής συναντά την επιβουλή και την συκοφαντία που ιππεύουν τον φθόνο.
Κάποιοι από μας γνωρίζουν το φθόνο μόνο φευγαλέα. Άλλοι, έχοντας στο αίμα τους τον ανταγωνισμό και την αντιπαλότητα, έχουν μια φθονερή τάση, αν όχι μια φθονερή φύση σε πλήρη άνθιση. Κάποιοι άλλοι τέλος, είναι παθολογικά φθονεροί : ο φθόνος είναι ο αέρας που αναπνέουν και καθορίζει τη νοοτροπία, τα κίνητρα, την οπτική τους γωνία. Είναι ένας τρόπος ζωής.
Ένας τέτοιος χαρακτήρας είναι ο απεχθής Ουράϊα Χιπ, στον Ντέϊβιντ Κόπερφιλντ του Ντίκενς. Η θλιβερή προσποίηση της ταπεινοφροσύνης - πάντα είναι τόσο " ταπεινός " - τελικά αποδεικνύεται ότι είναι ένα προκάλυμμα για το βαθύ κοινωνικό του φθόνο και για τον εργοδότη του, τον Ουϊκφιλντ, του οποίου την κόρη ελπίζει ν' αναγκάσει να τον παντρευτεί. Φθονεί όμως, βαθύτατα τον Ντέϊβιντ Κόπερφιλντ, ο οποίος έχει αναρριχηθεί πιο ψηλά έχοντας πίσω του ακόμα λιγότερα από τον Χιπ.
Ο Ντέϊβιντ Κόπερφιλντ παρατηρεί : " Αν και γνώριζα από πολύ καιρό ότι η δουλοπρέπεια του Χιπ ήταν ψεύτικη, δεν μπορούσα να συλλάβω επαρκώς το μέγεθος της υποκρισίας του, μέχρι που τον είδα χωρίς το προσωπείο του. Πόσο ξαφνικά το πέταξε, όταν αντιλήφθηκε ότι του ήταν πια άχρηστο. Πόση κακία, πόση θρασύτητα και πόσο μίσος αποκάλυψε. Και με τι ύφος πανηγύριζε για το κακό που είχε κάνει. Ενώ τον προηγούμενο καιρό ήταν σε απόγνωση, δεν ήξερε πια πως να μας ξεγελάσει. Παρότι ο θρίαμβός του συμβάδιζε απολύτως με την εμπειρία που είχα γι' αυτόν, αρχικά αιφνιδιάστηκα ακόμα κι εγώ, που τον γνώριζα τόσο καιρό και τον αντιπαθούσα τόσο πολύ. "
Το επιμύθιο της ιστορίας, για τους μελετητές του φθόνου, είναι ότι κανείς δεν ξέρει πόσο βαθιά φτάνει, γιατί μπορεί να είναι - όπως η υποκρισία, η κακία, το μίσος κι η θρασύτητα του Ουράϊα Χιπ - απύθμενος.
Δείτε το Μπίλι Μπάντ, το σπουδαίο διήγημα του Herman Melville ( 1819 -1891 ) που στο επίκεντρό του βρίσκεται ο καθαρός φθόνος.
Το Μπίλι Μπάντ είναι η ιστορία ενός καλού ανθρώπου που σκοτώνεται από έναν κακό άνθρωπο, μόνο και μόνο γιατί ο δεύτερος μισεί την ομορφιά του πρώτου και την αγνότητα της αθώας μεγαλοψυχίας του. Με την πρώτη ματιά, ο Τζον Κλάγκαρτ, ο οπλονόμος του Μπέλποιντ, νοιώθει τη χολή του φθόνου βλέποντας τον Μπίλι " με τα φωτεινά γλυκά μάτια " και στη χολή του φθόνου του, σταλάζει το βιτριόλι της περιφρόνησης.
Ο Melville ισχυρίζεται ότι θ΄αποπειραθεί να κάνει ένα πορτραίτο του Τζον Κλάγκαρτ κι αποδεικνύεται ότι είναι ένας οξυδερκής ανατόμος του φθόνου.
Ο Κλάγκαρτ είναι φορέας της κατάστασης που ο Melville ονομάζει " Φυσική διαφθορά " και την περιγράφει σαν ένα είδος που δεν απαντάται στις φυλακές αλλά στον πολιτισμό, τυλιγμένη με " το πέπλο της αξιοπρέπειας ", η οποία ποτέ δεν είναι ούτε " φιλοχρήματη ή φιλάργυρη " ούτε και " χυδαία ή σαρκική ", αλλά είναι βαθιά παράλογη με το πρόσχημα μιας λογικής ζωής.
Όσοι έχουν αυτή τη φυσική διαφθορά, γράφει ο Melville, " είναι τρελοί και μάλιστα πολύ επικίνδυνοι, γιατί η τρέλα τους δεν είναι μόνιμη, μα σποραδική. Και την προκαλεί κάτι το ειδικά ξεχωριστό. Είναι κρυφή κι αυτοκυρίαρχη έτσι που και στην πιο μεγάλη ακμή της να μη γίνεται αντιληπτή από τον μέσο άνθρωπο, και για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω, όποιος κι αν είναι ο σκοπός της - κι ο σκοπός της μένει πάντα καλυμμένος - η μέθοδος κι όλη η εξωτερική διαδικασία φαντάζει πάντα απόλυτα λογική. "
Το φθονερό μίσος του Κλάγκαρτ για τον Μπίλι τον κάνει να ψευδομαρτυρήσει εναντίον του. Όταν εξετάζεται κατ' αντιπαράσταση με τον κατήγορό του, ο αγνός Μπίλι, ο οποίος ταλαιπωρείται από το τραύλισμά του, δεν μπορεί ν' απαντήσει, αντιδρά ενστικτωδώς μοιραία και μ' ένα μόνο χτύπημα θανατώνει τον Τζον Κλάγκαρτ. Το χτύπημα είναι διπλά μοιραίο, γιατί ο Μπίλι Μπάντ, παρότι η ψυχή του είναι αθώα, πρέπει να τιμωρηθεί δι' απαγχονισμού για την πράξη του.
Η τελευταία λέξη του Melville γι' αυτά τα γεγονότα δίνεται στον στοχαστικό πλοίαρχο Βίαρ, ο οποίος ισχυρίζεται ότι " πρόκειται για ένα μυστήριο της ανομίας, ένα θέμα που μόνο ψυχολόγοι και θεολόγοι θα μπορούσαν να εξετάσουν. "
Πηγή στοιχείων : Joseph Epstein, Φθόνος, Νεφέλη, 2005 κι οι ιστοσελίδες που ήδη αναφέρθηκαν.

Σάββατο 23 Αυγούστου 2008

Μυστικό ελάττωμα

Ο δαίμονας Λεβιάθαν
Το 1589, ο Γερμανός επίσκοπος και θεολόγος Peter Binsfeld, αντιστοίχησε κάθε θανάσιμο αμάρτημα, μ' ένα δαίμονα που έβαζε τους ανθρώπους σε πειρασμό ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του αμαρτήματος. Στον φθόνο αντιστοίχησε τον Λεβιάθαν, ένα βιβλικό θαλάσσιο τέρας που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη.
" Από τις δέκα εντολές, εκείνη που άπτεται στενότερα του φθόνου είναι η δεκάτη : " Ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα, τον αγρό, τόν παίδα ή την παιδίσκη του πλησίον σου, ούτε του βοός, του υποζυγίου και παντός κτήνους αυτού ούτε όσα εν τω πλησίον σου εστί. " Το να επιθυμούμε σημαίνει ότι ποθούμε υπέρμετρα ότι ανήκει σε κάποιον άλλον με δυό λόγια, ότι το φθονούμε. Η πράξη της επιθυμίας, βρίσκεται στο επίκεντρο του φθόνου. Ο γείτονάς μου, ο φίλος μου, ακόμα κι ο αδελφός μου, έχει κάτι που εγώ δεν έχω : από την αποδοχή στα μάτια του Θεού ως ένα βόδι πιο δυνατό από το δικό μου, μέχρι και πράγματα που σχεδόν δεν είναι μετρήσιμα. Κι αυτό, για τους φθονερούς, είναι αβάσταχτο.
Γιατί το έχει εκείνος και δεν το έχω εγώ ; Αυτό είναι το βασικό, ίσως και το μόνο ερώτημα για τους φθονερούς, οι οποίοι έχουν μια βαθύτερη αίσθηση της αδικίας από τους άλλους. Έχουν επίσης μια ανήσυχη ανταγωνιστικότητα, η οποία δεν θα πάψει να τους βασανίζει μέχρι να νοιώσουν ότι οι ίδιοι έχουν εδραιωθεί σαφέστατα ως πρώτοι μεταξύ άνισων. Νιώθουν μια θεμελιακή αδικία, σε συνδυασμό μ' ένα μόνιμο αίσθημα κακοβουλίας, όταν διατίθεται κάποιο αγαθό κι οι ίδιοι δεν είναι οι πιο ευνοημένοι αποδέκτες. Γιατί να έχει ο διπλανός μου το πιο ευρύχωρο σπίτι, την πιό όμορφη γυναίκα, την καλύτερη δουλειά, πιο γλυκιά ζωή από μένα ; Η απάντηση είναι σαφής : εκείνος, ο καριόλης, δεν πρέπει να τα έχει.
Παρότι όσοι από μας έχουν νοιώσει γνήσιο φθόνο δεν χριεάζονται κάποια λεπτομερή εξήγηση του τι είναι χαρακτηριστικό σ' αυτό το αίσθημα, επιτρέψτε μου να επιχειρήσω μια σύντομη ψυχολογική περιγραφή γι' αυτούς τους ίσως καλόκαρδους αναγνώστες που που μπόρεσαν να του ξεφύγουν.
Βλέπετε κάτι, το θέλετε, νομίζετε πως το ότι πρέπει ν' ανήκει σ' εσάς κι όχι στο πρόσωπο που το έχει, είναι λογικό και δίκαιο. Άπαξ κι εδραιωθεί η αδικία του άλλου προσώπου που το έχει - κι αυτό κατά κανόνα δεν αργεί να γίνει - τότε πρέπει να υπογραμμιστεί το πόσο ανάξιος είναι, τουλάχιστον μέσα στο νου σας.
Η δική σας μεγαλύτερη αξία είναι σχεδόν αυτονόητη. Το πόσο απεχθής είναι εκείνος, δεν είναι. Μπορεί να το λέτε ξανά και ξανά στον εαυτό σας. Όποιο κι αν είναι το αντικείμενο της υπέρμετρης επιθυμίας - ένα αντικείμενο τέχνης ή ένα είδος πολυτελείας, η φιλία ή η αγάπη κάποιου άλλου προσώπου, η αίγλη που συνοδεύει μια κοινωνική θέση ή ένα αξίωμα ή μια επιβράβευση στη ζωή - ο κόσμος αρχίζει να μοιάζει αποδιοργανωμένος, αφού το έχει εκείνος κι όχι εσείς.
Ο Κάα
Ο Κάα ( ινδικός πύθωνας των βράχων) είναι ένας χαρακτήρας που διαθέτει ικανότητες υπνωτισμού, μέντορας του Μόγλι, από το Βιβλίο της ζούγκλας του νομπελίστα Άγγλου συγγραφέα Rudyard Kipling ( 1865 - 1936 ).
Η ποιότητα του συναισθήματός σας ως προς αυτό το θέμα γίνεται ιδεοληπτική. Πιάνετε τον εαυτό σας να το σκέφτεται περισσότερο απ' ότι ξέρετε ότι θα έπρεπε, σας είναι δύσκολο να σκεφτείτε άλλα πράγματα. Σε τέλική ανάλυση, μια ιδεοληψία είναι κάτι στο οποίο επιστρέφουμε ξανά και ξανά - πραγματικά, δεν μπορούμε να ησυχάσουμε.
Αρκετά σύντομα, χάνεται η ισορροπία και η σφαιρική άποψη για το αντικείμενο του φθόνου μας. Αν είστε έξυπνοι και διατηρείτε κάποιον αυτοέλεγχο, τότε ξέρετε ότι δεν πρέπει να μιλάτε για ότι έχει να κάνει με το θέμα. Αν είστε λιγότερο έξυπνοι κι έχετε χάσει τον έλεγχο, τότε θα μιλάτε πάρα πολύ συχνά γι' αυτό, αποκαλύπτοντας έτσι τις προθέσεις σας σχετικά με το ( μάλλον ) διαταραγμένο συναίσθημά σας.
Αλλά με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, είτε κυλάει εσωτερικά είτε εκτίθεται εξωτερικά, ο φθόνος δεν έχει την τάση να σας υπενθυμίζει την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου είδους, πόσο μάλλον τη δική σας αξιοπρέπεια. Αν, βέβαια, ο φθόνος σας οδηγεί σε κάποια καινούργια αυτογνωσία. Η εικόνα πο έχετε για τον εαυτό σας ενδέχεται να υποφέρει εξαιτίας του.
Που τελειώνει το αίσθημα της αδικίας του κόσμου και που αρχίζει ο φθόνος ; Αντί να εντοπίζουμε τον φθόνο στον εαυτό μας, μοιάζει να είναι πάρα πολύ πιο βολικό να χτυπήσουμε με τα φθονερά μας αισθήματα το καλό γούστο κάποιου, την οξυδερκή κριτική του αντίληψη, την ακριβοδίκαιη κρίση του. Ο φθόνος είναι ένα πάρα πολύ άσχημο αίσθημα για να το παραδεχτούμε στον κόσμο κι έτσι, φροντίζοντας να τον αποκρύψουμε, συνήθως τον συγκαλύπτουμε ακόμα κι από τον ίδιο μας τον εαυτό.
Υπάρχουν βέβαια διαβαθμίσεις του φθόνου, μπορεί να είναι ήπιος, έντονος, ψυχρός ή θερμός. Ο φθόνος γίνεται δυσάρεστος, όταν γίνεται αμιγής φθόνος : δηλαδή, όταν δεν χρειαζόμαστε καν κάποιο όφελος για τον εαυτό μας αλλά αρκούμαστε στο να εξασφαλίσουμε ότι ο διπλανός μας δεν θ' αποκοκομίσει κανένα όφελος.
Ένα ανέκδοτο, το οποίο επεξηγεί ωραιότατα αυτή την άποψη, λεει για μια Αγγλίδα, ένα Γάλλο κι ένα Ρώσο, στους οποίους, το γνωστό τζίνι που ξεπετάγεται από το λυχνάρι, δίνει από μια και μοναδική ευχή.
Η Αγγλίδα λεει ότι μια φίλη της έχει ένα χαριτωμένο εξοχικό στα Κότσγουολντς, κι ότι θα ήθελε ένα παρόμοιο εξοχικό, αλλά με δύο επιπλέον δωμάτια κι ένα δεύτερο μπάνιο κι ακόμα, μπροστά του να κυλάει ένα ποταμάκι.
Ο Γάλλος λεει ότι ο καλύτερος φίλος του έχει μια όμορφη ξανθιά ερωμένη, κι ότι θα ήθελε να έχει κι ο ίδιος μια τέτοια ερωμένη, αλλά να είναι κοκκινομάλα αντί για ξανθιά, να έχει μακρύτερα πόδια, να είναι κάπως πιο καλλιεργημένη και κάπως πιο κομψή.
Ο Ρώσος λεει για ένα γείτονα ο οποίος έχει μια αγελάδα που βγάζει μια τεράστια ποσότητα από το πιο πλούσιο γάλα, το οποίο παράγει την πιο παχιά κρέμα και το πιό αγνό βούτυρο. Λεει λοιπόν στο τζίνι : " Τέλω να πετάνει αυτή η αγκελάντα. "
Πηγή στοιχείων : Joseph Epstein, Φθόνος, Νεφέλη, 2005 κι οι ιστοσελίδες που ήδη αναφέρθηκαν.

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2008

Εντοπίζοντας τους φθονερούς

" Οι γνώστες των θανάσιμων αμαρτημάτων τα χωρίζουν στα θερμά και στα ψυχρά αμαρτήματα. Σύμφωνα μ' αυτή την εκτίμηση, η λαγνεία, η οργή κι η λαιμαργία θεωρούνται θερμά, σωματικά αμαρτήματα, καθώς εκπορεύονται από τα φυσικά πάθη. Ενώ η έπαρση, η απληστία, η οκνηρία κι ο φθόνος είναι ψυχρά αμαρτήματα, καθώς εκπορεύονται από πνευματικές καταστάσεις. Τα ψυχρά αμαρτήματα είναι περισσότερο μεμπτά, λιγότερο συγχωρητέα και εγγενώς πιο σκληρά, μ' εξαίρεση την οκνηρία. Εύκολα θα μπορούσαμε να επιχειρηματολογήσουμε ότι ο φθόνος είναι ίσως το σκληρότερο απ΄όλα τα αμαρτήματα.
Θα ήταν πάρα πολύ χρήσιμο ένα εγχειρίδιο για τον εντοπισμό των φθονερών.
Συχνά, οι φθονεροί επιδίδονται στην ειρωνία, την τέχνη του να λες ένα πράγμα και να εννοείς ένα άλλο.
Επίσης φυλαχτείτε από την υπέρμετρη απαξίωση ( Ο Κωστάκης, ο Γιωργάκης, ο Αλέκος, η Αλέκα, στα καθ' ημάς ) ακόμα κι όταν κάποιος τη χρησιμοποιεί για τον ίδιο του τον εαυτό, διότι, όπως λέει ο Paul Valery, " εξετάζοντάς την εκ του σύνεγγυς διαπιστώνουμε ότι η απαξίωση περιλαμβάνει μια δόση φθόνου," κι οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν την τάση ν' απαξιώνουν ότι δεν μπορούν να κάνουν ή να έχουν.
Οι φθονεροί επίσης έχουν την τάση να επαινούν σε υπερβολικό βαθμό. " Παρ' όλο που ο πραγματικός θαυμασμός κρατάει τις αποστάσεις του, γράφει ο ψυχίατρος Leslie Farber, " η επίθεση του φθόνου στο αντικείμενό του μ' έναν καταιγισμό φιλοφρονήσεων εξυπηρετεί όχι μόνο την ανάγκη του να επιβληθεί με το ένδυμα του θαυμασμού, αλλά και τον πόθο του φθονερού για να κατέχει αυτήν καθεαυτήν την ιδιότητα που αρχικά υποδαύλισε τον φθόνο του. " Το επιμύθιο της ιστορίας είναι ότι πρέπει να προσέχουμε τα μάτια όσων κάνουν τις βαθύτερες υποκλίσεις.
Ο φθόνος είναι επί το πλείστον, ένα κρυφό αμάρτημα. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ομολογήσουν εύκολα τον φθόνο τους, πόσο μάλλον να δηλώσουν τι βρίσκεται πίσω από αυτόν.
Ο Leslie Farber σημείωσε ότι " ο φθόνος, λόγω αυτής καθαυτής της φύσης του, είναι πεισματώδης στην αντίσταση και τη διερεύνηση " και ο " πρωτεϊκός χαρακτήρας του " και " το ταλέντο του στην προσποίηση " κατά πάσα πιθανότητα εξηγούν " την σποραδικότητα των μελετών γι' αυτό το θέμα ."
Η ψυχολόγος Melanie Klein, στο άρθρο της " Φθόνος κι ευγνωμοσύνη " ( Envy and Gratitude ) γράφει ότι " το πολύ φθονερό πρόσωπο είναι ακόρεστο, δεν ικανοποιείται ποτέ γιατί ο φθόνος του προέρχεται από μέσα, επομένως βρίσκει πάντα ένα αντικείμενο στο οποίο εστιάζει."
Στη ζωή ο φθόνος μπορεί να εμφανιστεί ύπουλα, μερικές φορές να είναι ψυχρά ορθολογικός και κάποιες άλλες φοβερά βλακώδης. Το μόνο για το οποίο μπορούμε νάμαστε βέβαιοι είναι ότι το αίσθημα του φθόνου ενδέχεται να μην αυξάνει την ικανότητά μας για ευτυχία. Ακριβώς το αντίθετο.
Όλοι μας υπάρχουμε σε τουλάχιστον τρία επίπεδα : υπάρχει ο άνθρωπος όπως αυτός εμφανίζεται δημοσίως. Ο άνθρωπος όπως τον γνωρίζουν οι κοντινοί του άνθρωποι, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται η οικογένειά τουκι οι καλοί φίλοι. Αλλά κι αυτός ο άνθρωπος, στο βαθύτερο επίπεδο, τον οποίο γνωρίζει μόνο ο εαυτός του, όπου ενυπάρχουν όλες οι φιλοδοξίες , οι πικρίες, οι φαντασιώσεις, οι επιθυμίες, καθώς και πολλά άλλα πράγματα που δεν κοινοποιούνται εύκολα.
Σ' αυτό το τελευταίο επίπεδο, όπου βρίσκεται κι ο φθόνος, οι τόνοι παραμένουν χαμηλοί, η αυτογνωσία δεν είναι και τόσο ξεκάθαρη, ο νόμος των αντιφάσεων δεν έχει κανένα κύρος. Εδώ, το υποσυνείδητο, αν όχι το ασυνείδητο, συχνά έχει το πάνω χέρι. Έτσι λοιπόν, μπορούμε να φθονούμε ακόμα κι αυτά τα πράγματα που γνωρίζουμε ότι δε θάπρεπε νάχουμε : το ακριβό αντικείμενο, την όμορφη αλλά ηλίθια ερωμένη, το κύρος μιας δουλειάς που, κατά τα άλλα, βάζει ένα τέλος σε όλες τις φυσιολογικές απολαύσεις μας και καταστρέψει τη ζωή μας. Αλλά ποιός είπε ότι ο φθόνος έχει νόημα ; "
Πηγή στοιχείων : Joseph Epstein, Φθόνος, Νεφέλη, 2005

Κυριακή 10 Αυγούστου 2008

4. Φθόνος

Helmut Newton, Φθόνος
Amica, Ιανουάριος 1982
Ιταλικό Photo, Ν. 108, Ιούνιος 1984
" Η κακία που δεν μπορεί να εκδηλώσει την ύπαρξή της, η ψυχρή αλλά κρυφή έχθρα, η αδύναμη επιθυμία, η κρυμμένη εχθρότητα κι η μοχθηρία συνωστίζονται στον πυρήνα του φθόνου. Ο φθόνος θολώνει τη σκέψη, συντρίβει τη γενναιοδωρία, αποκλείει κάθε ελπίδα για γαλήνη και καταλήγει στο μαρασμό της ψυχής. Από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, μόνο ο φθόνος δεν είναι καθόλου διασκεδαστικός. "
Πράγματι, δεν είναι καθόλου ελκυστικό θέμα. Ο συγγραφέας Joseph Epstein που γράφει το βιβλίο, έγραψε πρόσφατα για τον σνομπισμό - ένα από τα νέα θανάσιμα αμαρτήματα - κι έτσι, ως κορυφαίος σνομπογράφος της χώρας του ( ΗΠΑ ), έκρινε ότι ήταν ο καταλληλότερος άνθρωπος να γράψει για το αμάρτημα που μάλλον είναι το πιο διαδεδομένο καθώς διεισδύει ύπουλα στα άλλα έξη : " Η απληστία μπορεί να ξεκινάει στο φθόνο. Σίγουρα κάνει την εμφάνισή του στη λαγνεία και τη λαιμαργία ( όταν δεν μας αρέσει να βλέπουμε τους άλλους να συνουσιάζονται ή να τρώνε πολύ καλά ). Είναι μια υποδιαίρεση της οργής, έστω του κρυμμένου είδους που σιγοκαίει. Η έπαρση κι ο φθόνος συνδέονται αναπόσπαστα, μια κι η προσβολή της περηφάνειας μας οδηγεί στον φθόνο, όπως είναι βέβαιο ότι η μοχθηρία ακολουθεί την ήττα. "
Επειδή είμαι πεπεισμένη ότι η καλωσύνη είναι ο σωστός δρόμος, που σημαίνει ότι ο φθόνος δεν μου είναι εγγενής, το βιβλίο αυτό είναι χρήσιμο για την διάγνωσή του. Γι' αυτό το λόγο, η ανάρτηση αυτή θα είναι μεγάλη, περιλαμβάνοντας χαρακτηριστικές φράσεις απ' όλο το βιβλίο.

Ο Søren Kierkegaard στο καφενείο
Christian Olavius, 1843
" Η ουσία του φθόνου είναι ο μυστικός, κρυφός χαρακτήρας του. Ο φθόνος είναι πάνω απ' όλα το κρυμμένο συναίσθημα - είναι τόσο κρυμμένο που συχνά δεν υπάρχει επίγνωση του ότι αποτελεί κίνητρο συμπεριφοράς.
Περιέργως, μεταξύ των φιλοσόφων, όσοι έγραψαν με τον πιο διεισδυτικό τρόπο για τον φθόνο, ήταν όλοι τους εργένηδες : ο Kant, o Kierkegaard, o Schopenhauer και ο Nietzche δεσπόζουν μεταξύ αυτών.
Ο Nietzche ( 1844 - 1900 ) είπε ότι ένας παντρεμένος φιλόσοφος ήταν ανέκδοτο. Αναμφίβολα, θα είχε κατά νου τον Σωκράτη, μεγαλύτερο φιλόσοφο του κόσμου, να τον σέρνει στο σπίτι η γυναίκα του Ξανθίππη.
Θεωρούσε ότι η Γαλλική Επανάσταση, καθώς κι οι μεταγενέστερες επαναστάσεις, πυροδοτήθηκαν από την ορμή του φθόνου. Και μάλιστα, είχε την τάση να θεωρεί δεδομένο ότι ο πνευματικά ποταπός άνθρωπος φθονούσε τον πνευματικά γενναιόδωρο.
Ο Kierkegaard ( 1813 - 1855 ) επεσήμανε από πολύ νωρίς ότι ο φθόνος " προσλαμβάνει τη μορφή της ισοπέδωσης κι ενώ μια παθιασμένη εποχή επιταχύνει, δημιουργεί κι ανατρέπει, εξυψώνει κι υποτιμά, μια στοχαστική, απαθής εποχή κάνει ακριβώς το αντίθετο : καταστέλλει και παρακωλύει, ισοπεδώνει".
Ο Kant ( 1724 - 1804 ), στους καθημερινούς του περιπάτους στην πόλη του Κένιγκσμπεργκ, πίστευε ότι ο φθόνος ήταν " μια φυσική ορμή του ανθρώπου και μόνο η εκδήλωσή του τον καθιστά ένα απεχθές ελάττωμα, ένα πάθος που όχι μόνο είναι ενοχλητικό και βασανιστικό για το υποκείμενο, αλλά επιδιώκει και την καταστροφή της ευτυχίας των άλλων και μάλιστα αντιμάχεται το καθήκον του ανθρώπου απέναντι στον εαυτό του κι απέναντι στους άλλους ανθρώπους."
Θεωρούσε επίσης ότι η αχαριστία ήταν μια υποδιαίρεση ή ένα τμήμα του φθόνου, που αποτελούσε μέρος " του ελαττώματος του ανθρώπινου μίσους, το οποίο είαι ακριβώς αντίθετο της ανθρώπινης αγάπης. "
Ο Schopenhauer ( 1788 - 1860 ) γράφει ότι " ο άνθρωπος είναι κατά βάση άγριο θηρίο " κι ότι ο πολιτισμός έχει την υποχρέωση να τον δαμάσει και να τον εξημερώσει. Αυτό το έργο όμως σπάνια στέφεται με επιτυχία. Διότι " σε κάθε ανθρώπινη καρδιά ο απεριόριστος εγωϊσμός της φύσης μας συνοδεύεται από ένα αίσθημα οργής, φθόνου, μοχθηρίας και κακεντρέχειας που μαζεύεται σαν το δηλητήριο στη γλώσσα του φιδιού. Απλώς περιμένει μια ευκαιρία για να ξεσπάσει και μετά, σα δαίμονας που έχει σπάσει τα δεσμά του, μαίνεται και λυσσομανάει ." Ο Schopenhauer δεν είναι ακριβώς αυτό που θα λέγαμε σήμερα " διασκεδαστικός τύπος ".
Ιδού όμως η σοπενχαουεριανή κατήχηση για τον φθόνο στο ταχύρυθμο τμήμα : " Επειδή νιώθουν δυστυχισμένοι, οι άνθρωποι δεν μπορούν ν' αντέξουν το θέαμα κάποιου άλλου ανθρώπου που θεωρούν ότι είναι ευτυχισμένος." Φυσικά κι αναπόφευκτα, " ένας άνθρωπος, στο θέαμα της ικανοποίησης και του πλούτου κάποιου άλλου, θα νοιώσει τη δική του ανεπάρκεια με μεγαλύτερη πικρία."
Μας υπενθυμίζει ότι " το μίσος πάντα συνοδεύει το φθόνο" κι ότι σπάνια γίνεται αισθητός τόσο έντονα όσο και σε σχέση με τις φυσικές, έμφυτες ικανότητες ή τα χαρίσματα των άλλων, όπως η μεγάλη ευφυϊα, η συγκεκριμένη φυσική κλίση ( π.χ. στη μουσική ή τα μαθηματικά ) και η ομορφιά.
.
Joseph Epstein, Φθόνος
Νεφέλη, 2005
Ο ορισμός της λέξης στο Oxford English Dictionary αρχικά ορίζει τον φθόνο ως " κακόβουλο ή εχθρικό αίσθημα : μοχθηρία, κακία, εχθρότητα " κι εν συνεχεία ως " κακή πράξη, επιζήμια ενέργεια, κακία ", ενώ και οι δύο έννοιες της λέξης θεωρούνται απαρχαιωμένες. Αλλά ασχολείται σοβαρά με το θέμα μόνο στον τρίτο ορισμό του, όπου ορίζει το φθόνο ως " το αίσθημα ταπείνωσης και μοχθηρίας που προκαλείται από την παρατήρηση των ανώτερων πλεονεκτημάτων που κατέχει κάποιος άλλος " και σ' αυτή τη χρήση η λέξη πρωτοεμφανίζεται γύρω στο 1500.
Πρέπει να διακρίνουμε τον φθόνο από τη ζήλια : ζηλεύει κανείς ότι έχει κάποιος άνθρωπος και φθονεί ότι έχουν οι άλλοι άνθρωποι. Η ζήλεια δεν είναι πάντα μειωτική. Σε τελική ανάλυση, μερικές φορές, με την έννοια της άμιλλας* που αναφέρει ο Αριστοτέλης στη Ρητορική, είναι σωστό να νοιώθουμε ζήλια. Ο φθόνος χαρακτηρίζεται από τη μνησίκακη παρατήρηση ενός πιό τυχερού προσώπου και είναι πάντα μειωτικός. Σχεδόν ποτέ δεν είναι δίκαιο να νοιώθουμε φθόνο : το να φθονούμε σημαίνει ότι, ipso facto,** έχουμε άδικο.
Πρέπει επίσης να διακρίνουμε τον φθόνο από τον πόθο γενικά. Βλέπουμε ανθρώπους με μεγάλη κοινωνική άνεση και θέλουμε να είμαστε περισσότερο σαν κι αυτούς, ή επιθυμούμε να ήμασταν πιο πλούσιοι, πιο μυώδεις, λιγότερο άχαροι, γενικά ομορφότεροι. Όλ' αυτά είναι πόθος. Ο φθόνος ποτέ δεν είναι γενικός, είναι πάντα πολύ συγκεκριμένος.
Στο Ασθένεια προς θάνατον ( The Sickness unto Death ) o Kierkegaard έγραψε ότι " ο θαυμασμός είναι η ευτυχής παραίτηση από το εγώ. Ο φθόνος είναι η δυστυχής ικανοποίησή του. " Ο φθόνος κάνει μια παραπειστική ερώτηση : " Και τι θα γίνει με μένα ; Γιατί εκείνος ή εκείνη έχει ομορφιά, ταλέντο, πλούτη, εξουσία, την αγάπη του κόσμου, χαρίσματα, ή εν πάσει περιπτώσει έχει ένα μεγαλύτερο μερίδιο σ' αυτά από μένα ; Γιατί όχι εγώ ; "
Σ' ένα βιβλιαράκι για τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, η Dorothy Sayers γράφει : " Ο φθόνος είναι ο μεγαλύτερος ισοπεδωτής : αν δεν μπορεί να εξισώσει τα πράγματα, τότε θα τα κατεβάσει στο επίπεδό του.... Στην καλύτερη των περιπτώσεων, είναι αριβίστας και σνομπ. Στη χειρότερη, ένας καταστροφέας : από το να υπάρχει κάποιος ευτυχέστερος από τον ίδιο, προτιμά να δυστυχήσουμε όλοι μαζί. " Πρόκειται για μια αυτο - δηλητηρίαση του νου, καθώς, συνήθως, ο φθόνος δεν έχει να κάνει μ' αυτό που μας λείπει αλλά με το τι έχουν οι άλλοι άνθρωποι.
Ένα ισχυρό στοιχείο ζηλοφθονίας ενυπάρχει στο φθόνο κι έτσι οι φθονεροί, όπως παρατήρησε ο Kant στη Μεταφυσική των ηθών ( The metaphysics of Morals ), " επιδιώκουν την καταστροφή της ευτυχίας των άλλων. "
Πρέπει τέλος να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στον φθόνο και την ανοιχτή σύγκρουση. Κάποιος έχει κάτι που νομίζουμε πως το θέλουμε - πελάτες, μια υψηλή θέση ή έναν υψηλό βαθμό, κυβερνητικά αξιώματα, μια θέση εξουσίας - και παλεύουμε γι' αυτό, λίγο - πολύ επιθετικά, παίζουμε όμως με ανοιχτά χαρτιά. Η ευθύτητα αλλάζει τη φύση του παιχνιδιού. Ο φθόνος σχεδόν ποτέ δεν παίζει με ανοιχτά χαρτιά. Είναι κρυψίνους, δολοπλόκος, παρασκηνιακός.
Ο Helmut Schoeck, ο οποίος έχει γράψει το πιό περιεκτικό βιβλίο για τον φθόνο, το Φθόνος : Μια θεωρία της κοινωνικής συμπεριφοράς ( Envy : A Theory of Social Behavior ), σημειώνει ότι είναι " μία αθόρυβη, κρυφή διεργασία κι όχι πάντα επαληθεύσιμη". Ο φθόνος, για να χαρακτηριστεί φθόνος, πρέπει να έχει μια ισχυρή δόση κακίας πίσω του : η κακία που δεν μπορεί να εκδηλώσει την ύπαρξή της, η ψυχρή αλλά κρυφή έχθρα, η αδύναμη επιθυμία, η κρυμμένη εχθρότητα κι η μοχθηρία συνωστίζονται στον πυρήνα του φθόνου... "

* Άμιλλα : μια μορφή καλού φθόνου που καταλήγει στον θαυμασμό κι έτσι μας οδηγεί στην απόπειρα να μιμηθούμε τις ιδιότητες που αρχικά φθονούσαμε.
** Ιpso facto : αυτό καθαυτό το γεγονός.

Πηγή στοιχείων : Joseph Epstein, Φθόνος, Νεφέλη, 2005, το περιοδικό κι η ιστοσελίδα που ήδη αναφέρθηκαν.

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2008

5. Λαιμαργία

Helmut Newton, Λαιμαργία
Amica, Ιανουάριος 1982
Ιταλικό Photo, Ν. 108, Ιούνιος 1984
Από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, η λαιμαργία έχει ίσως την πιο παράδοξη ιστορία, που καθορίστηκε από τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές και πολιτισμικές εμμονές. Μ' ενα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, η Francine Prose, συγγραφέας, κάτοικος Νέας Υόρκης, παρακολουθεί την εξέλιξη των απόψεων σε συνάρτηση με τις ιδέες για την αμαρτία, την υγεία και τη ζωή ανά τους αιώνες. Παρακάτω, ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου :
" Από τις αρχές του Μεσαίωνα και μέχρι την πρώτη αναγεννησιακή περίοδο, αιώνες στους οποίους κυριαρχούσαν και διαμόρφωναν τη συλλογική συνείδηση οι αρχές του Χριστιανισμού, επικρατούσε η άποψη ότι η μεγάλη απειλή της λαιμαργίας εντοπιζόταν στην ίδια της τη φύση, μια μορφή ειδωλολατρίας, κοιλιοδουλεία κατά κυριολεξία, που αναπόφευκτα θα παραπλανούσε κι εντέλει θα αποσπούσε τους πιστούς από την αληθινή κι αυθεντική θρησκεία.
Καθώς η Αναγέννηση κι αργότερα η Βιομηχανική επανάσταση με τον ορθολογισμό του 18ου αιώνα επανεστίασαν την κοινή φαντασία από τον ουρανό στη Γη ώστε να εμπεριέχουν την ανταμοιβή όχι μόνο στον άλλον αλλά και σε τούτον εδώ τον κόσμο, η λαιμαργία από στίγμα έγινε καύχημα.
Η ύλη, το βάρος και η δυνατότητα ενός τραπεζιού με πλουσιοπάροχες απολαύσεις, αποτέλεσαν τα ορατά σημάδια της ζωτικότητας, της ευημερίας και της επίγειας ευτυχίας, στην οποία μπορούσαν να προσβλέπουν και οι ιθύνοντες αλλά κι οι ταπεινοί στρατιώτες της βιομηχανίας. Παράλληλα, η αυξανόμενη ενασχόληση με την υγεία, τη μακροζωϊα και τη διατήρηση του σώματος σε αρμονική ισορροπία, οδήγησε σε αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη δίαιτα, το μέτρο και τη διατροφή.
Τις τελευταίες δεκαετίες, οι μεταβαλλόμενες ιδέες για την ομορφιά - κυρίως των γυναικών - και η συνεχής απασχόληση με την υγεία, μετέτρεψαν τη λαιμαργία από αμάρτημα που οδηγεί σε άλλα αμαρτήματα, σε αρρώστια που οδηγεί σ' άλλες αρρώστιες. Η λαιμαργία δεν αποτελεί πλέον αμαρτία του πνεύματος, το φαγητό όμως, η δίαιτα, η παχυσαρκία, η διατροφή κ.ο.κ., έχουν αναχθεί σε μείζονα πολιτιστικά ζητήματα.
Μια πρόχειρη έρευνα στα ράφια τοπικού βιβλιοπωλείου, καθιστά σαφές πόσο μεγάλη θέση κατέχει στη συλλογική μας συνείδηση η νέα εκκοσμικευμένη εκδοχή της λαιμαργίας. Σε κάθε βιβλίο που παρέχει συμβουλές για άλλα σύγχρονα αμαρτήματα, αντιστοιχούν δεδάδες βιβλία προορισμένα να βοηθήσουν τον δύσμοιρο κι αυτο - οικτιρόμενο λαίμαργο να μετανοήσει και να διορθωθεί. "

Η Γη της αφθονίας ( 1525 - 1569 )
Pieter Brueghel the Elder
Alte Pinakothek, Μόναχο
Francine Prose, Λαιμαργία
Νεφέλη, 2006
Για το τέλος, μια χρήσιμη αναφορά στον Αριστοτέλη :
" Ποτό ή φαγητό πέραν μιας συγκεκριμένης ποσότητας καταστρέφει την υγεία, ενώ στη σωστή αναλογία την προάγει, την εντείνει και την διατηρεί. Αναλόγως, συνεπώς, συμβαίνει και στην περίπτωση της εγκράτειας, του θάρρους και των άλλων αρετών.
Γιατί ο άνθρωπος που αποφεύγει και φοβάται τα πάντα και τίποτα δεν αντιμετωπίζει γίνεται δειλός, ενώ εκείνος που δεν φοβάται τίποτα κι επιδιώκει ν' αναμετρηθεί με κάθε κίνδυνο, γίνεται επιπόλαιος.
Αναλόγως, όποιος ενδίδει σε κάθε απόλαυση και δεν απέχει από καμιά γίνεται τρυφηλός, ενώ εκείνος που αποφεύγει κάθε απόλαυση, όπως κάνουν οι άξεστοι, γίνεται αδιαφορος. Εγκράτεια και θάρρος καταστρέφονται συνεπώς από την υπερβολή και την ελλειψη, ενώ διατηρούνται με το μέτρο. "

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2008

Vincent Van Gogh

Vincent Van Gogh ( 1853 - 1890 )
Αυτοπροσωπογραφία ( 1889 )
Διαστάσεις : 57X44 εκ.
Συλλογή John Hay Whitney, Νέα Υόρκη
Πίνιν Κάρπι, Μια νύχτα με αστροφεγγιά, Οδυσσέας 1985
Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1853 στο Γκροτ Ζούντερ, ένα χωριό της Ολλανδικής Βραβάντης κι από πολύ νεανική ηλικία παρουσιάζει τάσεις μελαγχολίας και ψυχολογικά προβλήματα.
Ο πατέρας του που ήταν παπάς, τον μυεί σιγά – σιγά στο επάγγελμα του εμπόρου τέχνης. Στην αρχή εργάζεται στη Χάγη, στο κατάστημα έργων τέχνης Γκουπίλ, που το είχε ιδρύσει ένας θείος του. Εκεί μένει από το 1869 έως το 1873. Πηγαίνει μετά στο υποκατάστημα του Λονδίνου, που ήταν μεγαλύτερο ( 1873 – 1875 ) και τελικά πηγαίνει στο Παρίσι, στη κεντρική έδρα του καταστήματος.
Ο Βαν Γκογκ αισθάνεται πραγματικό πάθος για τους ζωγράφους της παλαιότερης και σύγχρονης τέχνης, που τους γνωρίζει πηγαίνοντας στα μουσεία και τις εκθέσεις. Από την άλλη μεριά χάνει κάθε ενδιαφέρον για το επάγγελμα του εμπόρου. Εγκαταλείπει ξαφνικά τη θέση του κι επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι στις αρχές του 1876. Δεν ξέρει όμως ακόμα τι γυρεύει. Διαβάζει πολύ, σχεδιάζει συχνά και παθαίνει που και που κρίσεις θρησκοληψίας.
Από δω και πέρα θα ζήσει τυχοδιωκτικά, κυριαρχημένος από την αγωνία και την επιθυμία του για γαλήνη. Γίνεται διαδοχικά δάσκαλος στο Ραμσγκέητ του Κέντ, βοηθός ιεροκήρυκα στο Άϊσλγουωρθ κοντά στο Λονδίνο, υπάλληλος στη Βιβλιοθήκη της Ντόρντρεχτ, φοιτητής της Θεολογίας στο Άμστερνταμ. Στις Βρυξέλλες μυείται στο κήρυγμα του Θείου λόγου. Τέλος, τον Ιανουάριο του 1879 αναλαμβάνει καθήκοντα ελεύθερου κήρυκα στα ορυχεία του Μπορινάζ. “ Εκεί ” λεει, “ παρευρίσκομαι σε δωρεάν μαθήματα που προσφέρονται από το μεγάλο πανεπιστήμιο της φτώχειας ”.
Εγκαθίσταται σε μια από τις παράγκες των ανθρακωρύχων όπου κοιμάται σ’ ένα αχυρόστρωμα και παίρνει μέρος στους πόνους και τις στερήσεις τους. Μοιράζεται μαζί τους ότι έχει σε τέτοιο βαθμό, που φθείρεται ο ίδιος οργανικά και ψυχικά. Η πάλη ανάμεσα στις αδύνατες φυσικές του δυνάμεις και την ηθική του ρώμη είναι αδιάκοπη. Σ’ αυτή την ήδη επιβαρημένη κατάσταση έρχεται να προστεθεί το γεγονός ότι ο μεγάλος του ζήλος ενοχλεί τις επίσημες εκκλησιαστικές αρχές, που με κάποια πρόφαση τον αναγκάζουν να φύγει. Για κάμποσο καιρό συνεχίζει το έργο του αλλού, στα λιγνιτωρυχεία. Κάποια στιγμή εξαντλείται και δεν θα συνέλθει ποτέ από αυτή την εξάντληση.
Σε κείνους τους μήνες της κρίσης βρίσκει ωστόσο τον δρόμο του : τη ζωγραφική. Αρχίζει να σχεδιάζει μ’ ένα πάθος που συνεχώς μεγαλώνει και στη συνέχεια να ζωγραφίζει τους ανθρώπους που αγαπά : τους χωρικούς και τους εργάτες. Όπως φαίνεται σ’ ένα γράμμα που στέλνει στον αδελφό του Τεό που του έχει μεγάλη αδυναμία και τον βοηθά οικονομικά, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1880, κι ύστερα από ώριμες σκέψεις, αποφασίζει ότι θα γίνει ζωγράφος. Ήταν 28 χρονών.

Σπίτι στο ηλιοβασίλεμα ( 1885 )
Διαστάσεις : 64Χ78 εκ.
Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ
Πίνιν Κάρπι, Μια νύχτα με αστροφεγγιά, Οδυσσέας 1985
Η διαμόρφωση του Βαν Γκογκ σε καλλιτέχνη είναι τόσο θυελλώδης όσο κι η ιστορία των θρησκευτικών του εξάρσεων.
Από τα παιδικά του χρόνια σχεδιάζει σπίτια και τοπία, σύμφωνα με την Ολλανδική παράδοση. Τον εμπνέει ο Ντωμιέ που ασχολείται με τα κοινωνικά προβλήματα και ιδιαίτερα ο Μιλλέ, ο μοντέρνος ζωγράφος που ανοίγει, όπως λεει, “μακρινές προοπτικές ”. Από τους παλαιότερους ζωγράφους τοποθετεί σε πρώτη θέση τον Ρέμπραντ και τον Χάλς. Ο Βαν Γκογκ δίνει περισσότερη σημασία στην ανθρωπιστική προσφορά παρά στην τεχνοτροπία. Όταν κρίνει τον κόσμο και την ζωγραφική, το ενδιαφέρον του στρέφεται πρώτ’ απ’ όλα στο συναισθηματικό περιεχόμενο, και μετά στη μορφή.
Αφήνοντας το Μπορινάζ, όπου είχε γεμίσει τα τετράδιά του με σχέδια από τη ζωή των ανθρακωρύχων, αισθάνεται την ανάγκη να σπουδάσει σοβαρότερα και φεύγει για τις Βρυξέλλες όπου σπουδάζει ανατομία και προοπτική. Έπειτα πηγαίνει στο Έτεν, την καινούργια κατοικία των γονέων του. Εκεί, τα καλλιτεχνικά του σχέδια έρχονται σε αντίθεση με τη συναισθηματική του ζωή. Η εξαδέλφη του, μια νεαρή χήρα, αρνείται να τον παντρευτεί. Τον χειμώνα του 1881 –1882, ζωγραφίζει στη Χάγη τα πρώτα του δοκίμια, ακολουθώντας τις συμβουλές του εξαδέλφου του Μωβ, ένα καλό ζωγράφο της σχολής της Χάγης, που τον εισάγει στους καλλιτεχνικούς κύκλους της πόλης. Για ένα διάστημα συζεί με τη Χριστίνα, μια κοινή γυναίκα, που την εγκαταλείπει σύντομα για να επιστρέψει στην οικογένειά του, στο Νόυνεν. Μένει εκεί περίπου δυό χρόνια και δουλεύει με πάθος.
Τα πρώτα δοκίμια ζωγραφικής του Βαν Γκογκ ( 1881 ) φανερώνουν μια προσκόλληση στο ρεαλισμό της Ολλανδικής σχολής κι έντονο ενδιαφέρον για την αντίθεση των φωτοσκιάσεων και την πυκνότητα της ύλης. Στα σχέδιά του μεταφέρει λαϊκά θέματα, συμβολικά μοτίβα από τη σύγχρονή του αγγλική χαρακτική. Κατά την περίοδο της παραμονής του στο Νόυνεν, από το 1883 μέχρι το 1885, στρέφεται και πάλι στα θέματα της δουλειάς και της γης. Με υλικό πυκνό και παστόζικο, με βίαιες πινελιές και βασικές αντιθέσεις φωτός και σκιάς, με τα σκοτεινά αυτά σχέδια, ο καλλιτέχνης επιθυμεί να εκφράσει ένα συναισθηματικό περιεχόμενο δεμένο με την επίπονη δουλειά των γεωργών και τεχνιτών της χώρας του.
Οι πατατοφάγοι ( κάτω ) αποτελούν το αποκορύφωμα των πειραματισμών του. Το έργο αυτό πραγματοποιεί πλήρως τις επιδιώξεις του καλλιτέχνη με το καθαρά κοινωνικό κι ηθικό περιεχόμενό του. Κοιτάξτε τα παραμορφωμένα από τη δουλειά χέρια, τα οστεώδη και ρυτιδιασμένα πρόσωπα που τόσο τραχιά παρουσιάζουν οι ορμητικές πινελιές.
.
Οι πατατοφάγοι ( Απόσπασμα*, 1885 )
Διαστάσεις : 82Χ114 εκ
Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ
Οι μεγάλοι ζωγράφοι, Τ. 4, Μέλισσα 1977
* Ολόκληρο το έργο φαίνεται στην ιστοσελίδα :
http://commons.wikimedia.org/wiki/Image:Vincent_Van_Gogh_-_The_Potato_Eaters.png
Σε μια σημαντική έκθεση του Σαρλερουά το 1965, ο ανεψιός του ζωγράφου, μηχανικός Βίνσεντ Βίλελμ Βαν Γκογκ, που έχει δείξει μεγάλη αγάπη κι αφοσίωση στο έργο του θείου του, είπε : “ Ο Βενσάν συνήθιζε να κάνει πλήθος προπαρασκευαστικών σπουδών για κάθε έργο του και να επεξεργάζεται τις λεπτομέρειες σε πολυάριθμα σκίτσα. Για το έργο οι πατατοφάγοι ζωγράφισε καμιά πενηνταριά πορτρέτα μοντέλων και περισσότερες από δώδεκα μικρότερες σπουδές χεριών, αντικειμένων που είναι τοποθετημένα στον τοίχο κλπ. Όλοι αυτοί οι πίνακες έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι συνενώνουν σε μια μεγαλόπρεπη σύνθεση ένα πλήθος από λεπτομέρειες. Οι λεπτομέρειες αυτές είναι τόσο ακριβείς, ώστε με τα σχέδια αυτά θα μπορούσε κάποιος να κατασκευάσει έναν αργαλειό, μια κινητή γέφυρα ή μια καρέκλα.”
Ο Βαν Γκογκ θέλει να είναι Ολλανδός μέχρι το κόκαλο. Αγωνίζεται επαναλαμβάνοντας τον Ρέμπραντ και τον Χαλς, αδιαφορώντας για τους τελευταίους προσανατολισμούς της παρισινής ζωγραφικής που ο Τεό αναφέρει μ’ ενθουσιασμό στα γράμματά του. Αλλά, τελειώνοντας αυτόν τον πίνακα, αισθάνεται ότι βρίσκεται σ’ έναν αδιέξοδο δρόμο κι αρχίζει ν’ αμφιβάλλει για όλο του το έργο. Στα γράμματα του Οκτωβρίου του 1885 αναφέρεται συχνά στην εκφραστική ποιότητα του χρώματος που μέχρι τότε είχε παραμελήσει, δίνοντας πρωταρχική σημασία στις σκοτεινές φωτοσκιάσεις και το πυκνό υλικό. Αισθάνεται ότι πρέπει να εγκαταλείψει τις παλιές του θεωρίες.
Παράλληλα, η τραγωδία εξακολουθεί ν’ απειλεί τη ζωή του. Μια γειτόνισσα, η Μάργκοτ Μπέγκεμαν, που τον έχει ερωτευθεί , επιχειρεί ν’ αυτοκτονήσει γιατί η οικογένειά της την εμποδίζει να τον παντρευτεί. Ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα του κι οι οικονομικές δυσκολίες τον οδηγούν, τον χειμώνα του 1885 – 1886, στην Αμβέρσα - όπου ανακαλύπτει τις γιαπωνέζικες στάμπες - κι ύστερα στο Παρίσι. Φτάνει εκεί στις αρχές του Μαρτίου του 1886 και, στα τριαντατρία του χρόνια, ξαναρχίζει από το μηδέν, σαν αρχάριος.

Πορτραίτο του Μπάρμπα Τανγκύ ( 1887 - 1888 )
Συλλογή Νιάρχου, Παρίσι
Οι μεγάλοι ζωγράφοι, Τ. 4, Μέλισσα 1977
Ξαναβρίσκει τον Τεό και συχνάζει στο εργαστήριο του Κορμόν, όπου γνωρίζεται με μια ομάδα καλλιτεχνών που διστάζει να εγκαταλείψει τη σχολή της υπαίθρου και τον οπτικό νατουραλισμό : τον Τουλούζ Λωτρέκ, τον Μπερνάρ, τον Πισσαρό, τον Σερά, τον Σινιάκ και τον Γκωγκέν με τον οποίο γίνεται φίλος. Δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα από τα έργα τους, λαμβάνει όμως μέρος στις θυελλώδεις τους συζητήσεις για την ανανέωση της ζωγραφικής έκφρασης που συνοψίζονται σε δύο κύριες προτάσεις : τον ντιβιζιονισμό και τον συνθετισμό.
Οι οπαδοί της αναλυτικής μεθόδου ( ντιβιζιονισμός ) χωρίζουν το χρώμα σε μικρές πινελιές που δομούν τον χώρο στον πίνακα. Οι οπαδοί της συνθετικής μεθόδου οργανώνουν τον πίνακα με έντονα περιγράμματα που ξεχωρίζουν την εικόνα από το φόντο και τη φορτίζουν με φιλολογική και συμβολική σημασία. Ο Βαν Γκογκ κρατά από τους πρώτους τη διακοπτόμενη πινελιά κι από τους δεύτερους την αυθαιρεσία του χρώματος. Οι γιαπωνέζικες στάμπες που γέμιζαν τους τοίχους του δωματίου του στην Αμβέρσα τον ενθουσιάζουν ( συχνά απαρτίζουν το φόντο σε πορτρέτα που έφτιαξε εκείνη την εποχή ) , ενδιαφέρεται να τοποθετηθεί και σε σχέση με την τέχνη της Ανατολής.
Οι στάμπες του Χοκουσάϊ, του Χιροσίγκε και του Ουταμάρο, που αφθονούσαν στο κατάστημα τέχνης του Μπίνγκ και που ήταν πολύ της μόδας τότε στο Παρίσι, αποκαλύπτουν στον Βαν Γκογκ μια νοοτροπία βασισμένη αποκλειστικά στο χρώμα και τη γραμμή : οι συναρτήσεις των δύο αυτών στοιχείων προσδιορίζουν τον χώρο και το φως, αποβάλλοντας τη φωτοσκίαση από το λεξιλόγιο της ζωγραφικής.
Τον χειμώνα του 1887 - 1888, ύστερα από πειραματισμούς με την αναλυτική μέθοδο, ο καλλιτέχνης απελευθερώνεται μια για πάντα από κάθε επιρροή και περνά από τον μονοχρωματισμό σ’ ένα βίαιο χρωματισμό. Με κύριο μέσο την πινελιά που θέλει να φανερώνει το ρίγος της συγκίνησης που τον καταλαμβάνει μπροστά στον καμβά του και που μοιάζει να βρίσκεται σε κίνηση, αποκτά τη δική του, πρωτότυπη γλώσσα : σχεδιάζει κι οργανώνει την εικόνα με τόλμη κι ευκολία, πλάθοντας μορφές και χώρους μ' έναν παλμό σχεδόν ιλιγγιώδη.
Στη συνέχεια, εξαντλημένος από τις συζητήσεις που έβαλαν σε δοκιμασία τα νεύρα του αλλά κι ενθουσιασμένος από τις τελευταίες του ανακαλύψεις, ο Βαν Γκογκ ψάχνει ένα φωτεινό τόπο για να δουλέψει. Διαλέγει την Προβηγκία, όπου το στάρι είχε “ όλους τους τόνους του παλιού χρυσού, του χαλκού, του χρυσοπράσινου ή χρυσοκόκκινου, του χρυσοκίτρινου, του κίτρινου του μπρούτζου και του πρασινοκίτρινου”.
.
Το κόκκινο αμπέλι ( Νοέμβριος 1888 )
Διαστάσεις : 73X92 εκ.
Μουσείο Πούσκιν, Μόσχα
Πίνιν Κάρπι, Μια νύχτα με αστροφεγγιά, Οδυσσέας 1985
.
Χωρικοί σε μεσημεριάτικη ανάπαυση ( 1890 )
Διαστάσεις : 73X91 εκ.
Μουσείο Λούβρου, Γκαλερί Jeu de Paume, Παρίσι
Πίνιν Κάρπι, Μια νύχτα με αστροφεγγιά, Οδυσσέας 1985
Στις 21 Φεβρουαρίου του 1888 εγκαθίσταται στην Άρλ, ξαναβρίσκει τον κόσμο των χωρικών και κυριεύεται από τη χαρά της ζωής. Τα έργα που ζωγραφίζει τους πρώτους μήνες δεν απομακρύνονται καθόλου από κείνα του Παρισιού, σιγά - σιγά όμως οι πινακές του αρχίζουν να γεμίζουν και πάλι με πυκνά χρώματα όπως στην Ολλανδία. Τα χρώματα, κίτρινο και γαλάζιο πάνω απ' όλα, τώρα είναι τόσο φωτεινά και δυνατά, που το καλοκαίρι γίνονται εκτυφλωτικά.
Ζωγραφίζει ότι βλέπει : το δωμάτιο, την καρέκλα, τα παπούτσια του. Κι έπειτα, τους κάμπους με το σιτάρι, τα κυπαρίσσια, ωραία " σαν οβελίσκους ", τα ηλιοτρόπια, κίτρινα και πορτοκαλιά, πολλές προσωπογραφίες δικές του και των φίλων του. Δουλεύει ακόμα και τη νύχτα : στερεώνοντας κεριά γύρω από το καπέλο του για να βλέπει, ζωγραφίζει τα φωτισμένα καφενεία, την εξοχή κάτω από το φως του φεγγαριού, τις έναστρες νύχτες.
Ονειρεύεται να δημιουργήσει μια “ Σχολή του Νότου ”, με τον Γκωγκέν και τον πιέζει να έρθει να μείνει μαζί του. Ο Γκωγκέν φθάνει στις 20 Οκτωβρίου του 1888 και συζητούν γι’ αυτή τη σχολή που θάπρεπε ν’ ανανεώσει την τέχνη, θεμελιώνοντάς την πάνω στις τελευταίες κατακτήσεις του εμπρεσιονισμού. Οι δύο μήνες που ακολουθούν είναι πολύ εποικοδομητικοί για τη δουλειά τους αλλά οι δύο φίλοι έχουν τελείως διαφορετικούς χαρακτήρες κι οι συνεχείς διενέξεις εξαντλούν τα νεύρα του Βαν Γκογκ.
Τη νύχτα της 23ης Δεκεμβρίου ο Βαν Γκογκ επιχειρεί δύο φορές να επιτεθεί στο φίλο του μ’ ένα ξυράφι. Μετά, για να τιμωρήσει τον εαυτό του, κόβει το ένα του αυτί…που το τυλίγει προσεκτικά και το πηγαίνει σ’ έναν οίκο ανοχής. Είναι η πρώτη βίαιη εκδήλωση από τις κρίσεις τρέλας που θα βαρύνουν τα τελευταία του χρόνια. Η χαριστική βολή έρχεται με το βίαιο κλείσιμό του στο νοσοκομείο της Άρλ, ύστερα από απαίτηση των γειτόνων.
.
Σταροχώραφα κάτω από βασανισμένους ουρανούς ( 1890 )
Διαστάσεις : 50X100 εκ.Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ
Μετά από τα τραγικά αυτά συμβάντα, ο Βαν Γκογκ γνωρίζει τις πιο θλιβερές μέρες της ζωής του. Περνάει από την κατάπτωση και την αδράνεια σε περιόδους μανιώδους δράσης. Δεν έχει πια εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Τον Μάϊο του 1889, απομονώνεται θεληματικά στο άσυλο του Σαιν – Ρεμύ κι υποβάλλεται σε κανονική θεραπεία.
Τα εκατόν πενήντα έργα που ζωγραφίζει τη χρονιά της ανάρρωσής του, δείχνουν την επιθυμία του να ζήσει. Όταν η ψύχωσή του του αφήνει μια ανάπαυλα, μεταφέρει στον καμβά την ζωτικότητα του πνεύματός του, την αγωνία που αναστατώνει το όραμά του, τις σπάνιες στιγμές εμπιστοσύνης που έχει απέναντι στον εαυτό του και τον κόσμο. Οι πινελιές του συστρέφονται, αγκαλιάζουν η μία την άλλη και ξεχύνονται ορμητικά στον ρυθμό των συγκινήσεών του. “ Η θλιβερή μου αρρώστια ” έγραφε, “ με κάνει να δουλεύω μ’ ένα κρυφό πάθος, σε αργό ρυθμό, αλλά από το πρωί ως το βράδυ, χωρίς σταματημό.” Ζωγραφίζει τους αρρώστους, το περιβόλι, τις σειρές των κρεβατιών στο νοσοκομείο, τις πεδιάδες ολόφωτες το ηλιοβασίλεμα, δάση απάτητα, στενά γεμάτα βράχια, δέντρα με στριμμένους κορμούς.
Τον Μάϊο του 1890 μεταφέρεται στο Ωβέρ συρ Ουάζ, όπου ο γιατρός Γκασέ, φίλος του Σεζάν και του Πισσαρό και ζωγράφος κι ο ίδιος, δέχεται να τον νοσηλεύσει. Μακριά από το παραισθησιακό περιβάλλον του ασύλου, ζωγραφίζει “ απέραντες εκτάσεις σταριού κάτω από βασανισμένους ουρανούς ” που εκφράζουν την μεγάλη του “ θλίψη και την απέραντη μοναξιά του.” Όλα του φαίνονται ότι πάνε καλύτερα, η εντύπωση όμως αυτή είναι απατηλή και διακόπτεται συχνά από βίαια ξεσπάσματα.
Τον Ιούλιο ζωγραφίζει έναν από τους τελευταίους του πίνακες. Είναι η εποχή που το στάρι ωριμάζει κάτω από έναν ουρανό πιο γαλάζιο παρά ποτέ, όπου πετούν μαύρα κοράκια. Μια ηλιόλουστη Κυριακή του ίδιου μήνα, καταπονημένος από τις παραισθήσεις, πυροβολεί το στήθος του στην ύπαιθρο μ’ ένα περίστροφο. Δυό μέρες αργότερα, στις 27 Ιουλίου του 1890, πεθαίνει. Του παραστέκονται ο γιατρός Γκασέ κι ο Τεό, που μεταφέρει και τα τελευταία του λόγια : “ Η θλίψη θα κρατήσει για πάντα ”. Στην τσέπη του βρίσκει το τελευταίο του γράμμα, όπου έγραφε : “ Στη δουλειά μου διακινδυνεύω τη ζωή μου κι η λογική έχει σχεδόν ναυαγήσει.”

Η γέφυρα του Λανγκλουά ( Μάϊος 1888 )
Μουσείο Βάλλραφ - Ρίχαρντς, Κολωνία
Οι μεγάλοι ζωγράφοι, Τ. 4, Μέλισσα 1977

Βάρκες στο Σαίντ Μαρί ( Ιούνιος 1888 )
Διαστάσεις : 65 X 81.5 εκ
Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ
Οι μεγάλοι ζωγράφοι, Τ. 4, Μέλισσα 1977
Στην διάρκεια της σύντομης ζωής του, μέσα σε διάστημα δέκα ετών, δημιούργησε περισσότερους από 800 πίνακες και περίπου 1000 μικρότερα σχέδια.
Όσο ζούσε, ο μοναδικός πίνακας που κατάφερε να πουλήσει ήταν το Κόκκινο αμπέλι που αγόρασε η βελγίδα ζωγράφος Anna Boch. Μετά το θάνατό του, το έργο του γίνεται γρήγορα γνωστό παγκόσμια , με μεγάλες εκθέσεις που πραγματοποιούνται ήδη από την αρχή του εικοστού αιώνα : Παρίσι, ( 1901 ) Άμστερνταμ, ( 1905 ) Κολωνία, ( 1912 ) Νέα Υόρκη ( 1913 ) Βερολίνο ( 1914 ).
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες της εποχής μας επιστρέφουν πάντοτε στη ζωγραφική του Βαν Γκογκ γιατί τη θεωρούν ασύγκριτο παράδειγμα ενός ανθρώπινου και καλλιτεχνικού αγώνα βιωμένου με τη δύναμη της απόγνωσης.

Ο παλιός μύλος ( Σεπτέμβριος 1888 )
Διαστάσεις : 64.5X54 εκ.
Albright - Knox Art Gallery, Μπάφαλο, ΗΠΑ
Πίνιν Κάρπι, Μια νύχτα με αστροφεγγιά, Οδυσσέας 1985
Ο ιστορικός της τέχνης G.C. Argan ( 1909 - 1992 ), τοποθετώντας τον καλλιτέχνη και το έργο του στα κοινωνικά πλαίσια της εποχής του, γράφει :
“ Με τον Βαν Γκογκ αρχίζει το δράμα του καλλιτέχνη που αισθάνεται αποκλεισμένος από μια κοινωνία που δεν κάνει χρήση της εργασίας του καθιστώντας τον ακατάλληλο, υποψήφιο τρελό κι αυτόχειρα. Μια υλιστική κοινωνία, όπου ο μοναδικός λόγος εργασίας είναι το κέρδος, δεν μπορεί παρά ν’ αποβάλλει κι έναν σκεπτικιστή ο οποίος, συλλογιζόμενος τις κακές συνθήκες της ζωής και το πεπρωμένο της ανθρωπότητας αποκαλύπτει τις προθέσεις της.
Η θέση του Βαν Γκογκ είναι δίπλα στον Kierkegaard και τον Dostoevskij : όπως κι εκείνοι, αναρωτιέται με αγωνία για το νόημα της ύπαρξης, της παρουσίας του σ’ αυτόν τον κόσμο. Και φυσικά, τοποθετείται στην πλευρά των απόκληρων, των θυμάτων, των εργαζόμενων και των χωρικών που εκμεταλλεύεται η βιομηχανία αρπάζοντάς τους τη γη και το ψωμί τους, αποκόβοντάς τους από την ηθική και την ιερότητα της εργασίας τους. Δεν είναι επαγγελματίας ζωγράφος, είναι ζωγράφος από απόγνωση. Προσπάθησε να συμμετέχει στα κοινά ως ιεροκήρυκας, τον έδιωξαν. Στα τριάντα του χρόνια επαναστατεί κι η επανάστασή του είναι η ζωγραφική : την πληρώνει με το τρελοκομείο και την αυτοκτονία.
Τον πρώτο καιρό, στην Ολλανδία, ασχολείται παθιασμένα με τα κοινωνικά προβλήματα : περιγράφει την αθλιότητα και την απελπισία των χωρικών με τα πιο σκούρα χρώματα. Στο Παρίσι συναντά τους εμπρεσιονιστές και τα εγκαταλείπει. Μεταφέρεται στην Άρλ και μέσα σε δυό χρόνια ολοκληρώνει το καλλιτεχνικό του έργο. Ονειρεύεται να ιδρύσει μια “ Σχολή ζωγραφικής του Νότου ” με τον Γκωγκέν αλλά ο Γκωγκέν - και σοφά – οπισθοχωρεί.

Το δωμάτιο του καλλιτέχνη στην Άρλ ( Οκτώβριος 1888 )
Διαστάσεις : 72 X 90 εκ
Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ
Οι μεγάλοι ζωγράφοι, Τ. 4, Μέλισσα 1977
Γιατί εγκαταλείπει τα κοινωνικά προβλήματα τη στιγμή που ασχολείται ηθικά με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα κι επιθετικότητα ;
Ερχόμενος σε επαφή με τα πρωτοποριακά γαλλικά κινήματα, κατάλαβε ότι η τέχνη δεν θάπρεπε νάναι ένα εργαλείο, αλλά ένας παράγοντας αλλαγής της κοινωνίας κι ακόμα περισσότερο, της εμπειρίας του ανθρώπου στον κόσμο.
Η τέχνη πρέπει να εισάγεται στη γενική κινητοποίηση μ’ έναν ρόλο ενεργό αλλά με αντίθετο πρόσημο. Διαυγής ανακάλυψη της αλήθειας ενάντια στην αυξανόμενη τάση προς την αλλοτρίωση και τη μυστικοπάθεια. Ακόμα κι η τεχνική της ζωγραφικής πρέπει ν’ αλλάξει, ν’ αντιτεθεί στην μηχανική τεχνική της βιομηχανίας, να γίνει μια πράξη που υποκινείται από τις βαθύτερες δυνάμεις της ύπαρξης : η ηθική πράξη του ανθρώπου ενάντια στην ορθολογική πράξη της μηχανής. Δεν έχουμε πλέον να κάνουμε με μια επιφανειακή ή βαθύτερη παρουσίαση του κόσμου : κάθε πινελιά του Βαν Γκογκ είναι μια κίνηση με την οποία αντιμετωπίζει την πραγματικότητα για να συλλάβει και να κατακτήσει το ουσιαστικό της περιεχόμενο, τη ζωή. Τη ζωή εκείνη που η αστική κοινωνία ακυρώνει μέσω της αλλοτρίωσης της ανθρώπινης εργασίας.
Το κίνημα του εμπρεσιονισμού είχε πετύχει πολλά αλλά μετά το 1880, οι εμπρεσιονιστές αισθάνονται την ανάγκη να εμβαθύνουν. Περισσότερο απ’ όλους ο Σεζάν, ο οποίος αφιερώνεται στην έρευνα της δομής της αίσθησης, με στόχο να επαληθεύσει στα πράγματα ότι η αίσθηση δεν είναι εγγενής φαιά ύλη της συνείδησης, αλλά συνείδηση που πραγματοποιείται καθ’ ολοκληρία, ύπαρξη.
Ο Βαν Γκογκ δεν ακολουθεί τον Σερά και τον Σινιάκ στην προσπάθειά τους να θεμελιώσουν μια νέα επιστήμη της αντίληψης πάνω στην αυθεντικότητα της αίσθησης, ούτε προτίθεται να ξεπεράσει την φυσικά ορατή πραγματικότητα χάριν της πνευματικότητας του οράματος. Στον ολικό κλασικισμό, την γνωστική έρευνα, αντιθέτει την ηθική έρευνα, τον μέχρις εσχάτων ρομαντισμό του : γι΄αυτό, αν στη ζωγραφική του Σεζάν βρίσκεται η ρίζα του Κυβισμού, σαν πρόταση μιας νέας αντιληπτικής δομής, στη ζωγραφική του Βαν Γκογκ βρίσκεται η ρίζα του Εξπρεσιονισμού, σαν πρόταση μιας τέχνης – δυναμικής δράσης.
.
Πορτραίτο του Αρμάνδου Ρουλέν ( Νοέμβριος 1888 )
Μουσείο Βόλκβανγκ, Έσσεν
Οι μεγάλοι ζωγράφοι, Τ. 4, Μέλισσα 1977

Το νυχτερινό καφενείο ( Σεπτέμβριος 1888 )
Διαστάσεις : 79 X 63 εκ
Βασιλικό Μουσείο Κρέλλερ - Μύλλερ, Όττερλο
Οι μεγάλοι ζωγράφοι, Τ. 4, Μέλισσα 1977

Έναστρη νύχτα πάνω από το Ροδανό ( Σεπτέμβριος 1888 )
Διαστάσεις : 72.5X92 εκ.
Συλλογή Moch, Παρίσι
Πίνιν Κάρπι, Μια νύχτα με αστροφεγγιά, Οδυσσέας 1985
Το ερώτημα που απασχολεί τον Βαν Γκογκ είναι : πως αποδίδει κάποιος την πραγματικότητα, όταν αντί να την μελετά για να τη γνωρίσει, αντιμετωπίζει τη ζωή του σ’ αυτή ; Η πραγματικότητα γι’ αυτόν δεν είναι πρόσχημα για να εκφράσει μια υποκειμενική ψυχική κατάσταση, αλλά ένας οδυνηρός περιορισμός : “ Δεν είναι πάντα δυνατό να προσδιορίσει κάποιος τι είναι αυτό που φυλακίζει, που περιτοιχίζει, που μοιάζει να θάβει, κι όμως αισθάνεται κάποια σίδερα, κάποια κιγκλιδώματα, σαν τοίχους. ”
Έρμαιο των νευρώσεων, αντιμέτωπος με τον εαυτό του, πρέπει να λύνει καθημερινά το πρόβλημα της έκφρασης. Το κάνει με δύναμη και θάρρος εκπληκτικά, φθάνοντας σε καλλιτεχνικές καταστήσεις που οι εμπρεσιονιστές, αργότερα, θα ενσωματώσουν στα έργα τους.
Η ζωγραφική του δεν είναι εντύπωση, αίσθηση, συγκίνηση, όραμα, νόηση. Είναι απλή και καθαρή αντίληψη της υπαρκτής πραγματικότητας, εδώ και τώρα : αγωνίζεται ενάντια σ’ ότι τον περιορίζει, για να ελευθερώσει το πνεύμα του. Συνειδητοποιεί, κατακτά την πραγματικότητα και το νόημά της για να ενισχύει την δημιουργική του δύναμη και να την ταυτίσει με το “ πάθος της ζωής ”. Αυτό που θέλει είναι μια ζωγραφική πηγαία, αληθινή σε βαθμό παραλογισμού, ζωντανή σε βαθμό παροξυσμού, ένα ντελίριο που φθάνει στον θάνατο.
.
Ο ταχυδρόμος ( Αύγουστος 1888 )
Διαστάσεις : 79.5Χ63.5 εκ.
Μουσείο Καλών Τεχνών, Βοστώνη, ΗΠΑ
G.C. Argan, L' arte moderna 1770/1970, Sansoni 1981
Ας δούμε πως αντιμετωπίζει την πραγματικότητα. Φτιάχνει το πορτραίτο ενός ταχυδρόμου, του κ. Ρουλέν. Ότι είναι ένας ταχυδρόμος το βλέπουμε από την γαλάζια στολή με τα γαλόνια, από την επιγραφή στο καπέλο του : ο κυρίαρχος χρωματισμός του πίνακα είναι ακριβώς αυτές οι χρυσοκίτρινες λεπτομέρειες πάνω στο μπλε ύφασμα. Το κοινωνικό του ενδιαφέρον είναι ανύπαρκτο : δεν ζωγραφίζει τον κ. Ρουλέν επειδή είναι ή θα ήταν ένας ταχυδρόμος. Ούτε επειδή τον ενδιαφέρει ως ανθρώπινο πρότυπο.
Είναι γεγονός ότι πρόκειται για έναν ταχυδρόμο, φοράει αυτή τη στολή, έχει αυτή τη δασύτριχη γενειάδα, στην οποία αντιτίθενται τα ροζ της επιδερμίδας και το γαλάζιο των ματιών του.
Είναι μια πραγματικότητα που δεν κρίνει ούτε σχολιάζει : μπορεί μόνο να την υποστεί παθητικά ή να την οικειοποιηθεί, να την ξανά – φτιάξει με τα υλικά του ζωγράφου, τα μέσα της δικής του ύπαρξης. Και πράγματι την κατασκευάζει, την πλάθει με το χρώμα : ζει το πάχος του υφάσματος στην πυκνότητα του ματ μπλε, την αγριάδα της γενειάδας με σκληρές, ξερές πινελιές σα να ζωγραφίζει αγκάθια, τη διαφάνεια του δέρματος με ψυχρές αποχρώσεις πάνω στο ροζ.
Δεν χάνει την ώρα του στην περιγραφή του περιβάλλοντος : το φόντο είναι ένας βαμμένος τοίχος, από την καρέκλα λυγαριάς φαίνονται μόνο τα μπράτσα και το κάθισμα, από το τραπέζι μόνο η άκρη όπου ακουμπά το χέρι του.
Γιατί το τραπέζι είναι πρασινωπό κι όχι στο χρώμα του ξύλου ; Γιατί οι γωνίες τονίζονται με μπλε γραμμές ; Το πράσινο ( μπλε + κίτρινο ) ενοποιεί τα χρώματα που κυριαρχούν στον πίνακα : το μπλε του ρούχου με τα κίτρινα διακοσμητικά. Όλα συντρέχουν έτσι ώστε η μορφή να μην επικοινωνεί με το περιβάλλον, ν' απομονώνεται, ν' αποδίδεται σαν μια πραγματικότητα που βρίσκεται εκεί, αμετακίνητη, που πρέπει ν' αντιμετωπίσει.
Διατρέχοντας τη σκέψη των υπαρξιστών, ο Βαν Γκογκ μοιάζει ν’ αντιδρά : η πραγματικότητα είναι άλλη, διαφορετική από μένα, χωρίς όμως τον άλλον, δεν θάχα συνείδηση της ύπαρξής μου, δεν θα υπήρχα.

Σταροχώραφο με κυπαρίσσια ( 1889 )
Διαστάσεις : 72X92 εκ.
National Gallery, Λονδίνο
Πίνιν Κάρπι, Μια νύχτα με αστροφεγγιά, Οδυσσέας 1985

Κυπαρίσσια ( Ιούνιος 1889 )
Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη
Οι μεγάλοι ζωγράφοι, Τ. 4, Μέλισσα 1977

Σταροχώραφο με κοράκια ( Ιούλιος 1890 )
Διαστάσεις : 50.5 X 103 εκ
Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ
Οι μεγάλοι ζωγράφοι, Τ. 4, Μέλισσα 1977
Απ’ όλα όσα εκτέθηκαν, είναι ξεκάθαρο ότι σε ότι αφορά την αλληλεπίδραση των χρωμάτων, ο Βαν Γκογκ έμαθε τα πάντα από τους εμπρεσιονιστές. Ωστόσο, οι χρωματικές αυτές σχέσεις δεν τον ενδιαφέρουν σαν οπτικές παραβολές αλλά σαν σχέσεις δυνάμεων ( έλξη, ένταση, απώθηση ) στο εσωτερικό του πίνακα. Λόγω αυτών των σχέσεων και των αντιθέσεων των δυνάμεων, η εικόνα τείνει να παραμορφωθεί, να διαστρεβλωθεί, να διασχιστεί : με την παράθεση χρωμάτων που δεν ταιριάζουν μεταξύ τους, με την διακεκομμένη πορεία των περιγραμμάτων, με τον ταχύ ρυθμό της σύντομης πινελιάς, ο πίνακας μετατρέπεται σ’ ένα χώρο ζωντανών στιγμών μιας συστρεμμένης, πυρετώδους ζωτικότητας. Η ζωγραφική ύλη αποκτά μια αυτόνομη, απελπισμένη, σχεδόν ανυπόφορη ύπαρξη : ο πίνακας δεν εικονίζει, είναι.
Που βρίσκεται λοιπόν το τραγικό στο πορτρέτο του κ. Ρουλέν
αλλά και στο νυχτερινό καφενείο, στα σταροχώραφα, τα ηλιοτρόπια ; Δεν βρίσκεται στις μορφές που στέκονται ήρεμα, χωρίς δράματα, ούτε στα χρώματα που είναι χαρούμενα, σχεδόν χαρμόσυνα. Είναι τραγικό να βλέπεις την πραγματικότητα και τον εαυτό σου σ’ αυτήν μ’ έναν τρόπο τόσο ξεκάθαρο και προφανή. Είναι τραγικό να συμπίπτουν τα όριά σου με τα όρια της ύλης και να μην μπορείς ν’ απελευθερωθείς. Είναι τραγικό να μην μπορείς να αξιολογήσεις την πραγματικότητα αλλά να ζωγραφίζεις και να ζωγραφίζεις με πάθος και βιασύνη: ν’ αγωνίζεσαι να την εμποδίσεις να υπάρχει για να μην σου επιβληθεί και καταστρέψει την δική σου. Η τέχνη μεταβάλλεται τότε στην “ άσκηση της ζωής ” : κι αυτήν ακριβώς την άσκηση ο Βαν Γκογκ αντιθέτει απεγνωσμένα στην βιομηχανική μηχανική εργασία που δεν είναι ζωή.
Ο αρχικός του λοιπόν αγώνας για τα κοινωνικά προβλήματα δεν εγκαταλείφθηκε αλλά μεταφέρθηκε σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, όπου δεν παίζεται μόνο το περιεχόμενο, η διατριβή στο αντικείμενο. Αλλά κι η ουσία, η ύπαρξη της τέχνης. ”
Πηγές στοιχείων : Τα βιβλία και οι ιστοσελίδες που ήδη αναφέρθηκαν.
Μετάφραση από το βιβλίο του G.C. Argan, L' arte moderna 1770/1970, Sansoni 1981 στα Ιταλικά: Σοφία Πάνου, Ιούλιος 2008.