Κυριακή 24 Αυγούστου 2008

Η πανουργία δε δείχνει από την αρχή το πρόσωπό της

Μεσαιωνικές απεικονίσεις αρετών κι ελαττωμάτων
Ο προσκυνητής συναντά την επιβουλή και την συκοφαντία που ιππεύουν τον φθόνο.
Κάποιοι από μας γνωρίζουν το φθόνο μόνο φευγαλέα. Άλλοι, έχοντας στο αίμα τους τον ανταγωνισμό και την αντιπαλότητα, έχουν μια φθονερή τάση, αν όχι μια φθονερή φύση σε πλήρη άνθιση. Κάποιοι άλλοι τέλος, είναι παθολογικά φθονεροί : ο φθόνος είναι ο αέρας που αναπνέουν και καθορίζει τη νοοτροπία, τα κίνητρα, την οπτική τους γωνία. Είναι ένας τρόπος ζωής.
Ένας τέτοιος χαρακτήρας είναι ο απεχθής Ουράϊα Χιπ, στον Ντέϊβιντ Κόπερφιλντ του Ντίκενς. Η θλιβερή προσποίηση της ταπεινοφροσύνης - πάντα είναι τόσο " ταπεινός " - τελικά αποδεικνύεται ότι είναι ένα προκάλυμμα για το βαθύ κοινωνικό του φθόνο και για τον εργοδότη του, τον Ουϊκφιλντ, του οποίου την κόρη ελπίζει ν' αναγκάσει να τον παντρευτεί. Φθονεί όμως, βαθύτατα τον Ντέϊβιντ Κόπερφιλντ, ο οποίος έχει αναρριχηθεί πιο ψηλά έχοντας πίσω του ακόμα λιγότερα από τον Χιπ.
Ο Ντέϊβιντ Κόπερφιλντ παρατηρεί : " Αν και γνώριζα από πολύ καιρό ότι η δουλοπρέπεια του Χιπ ήταν ψεύτικη, δεν μπορούσα να συλλάβω επαρκώς το μέγεθος της υποκρισίας του, μέχρι που τον είδα χωρίς το προσωπείο του. Πόσο ξαφνικά το πέταξε, όταν αντιλήφθηκε ότι του ήταν πια άχρηστο. Πόση κακία, πόση θρασύτητα και πόσο μίσος αποκάλυψε. Και με τι ύφος πανηγύριζε για το κακό που είχε κάνει. Ενώ τον προηγούμενο καιρό ήταν σε απόγνωση, δεν ήξερε πια πως να μας ξεγελάσει. Παρότι ο θρίαμβός του συμβάδιζε απολύτως με την εμπειρία που είχα γι' αυτόν, αρχικά αιφνιδιάστηκα ακόμα κι εγώ, που τον γνώριζα τόσο καιρό και τον αντιπαθούσα τόσο πολύ. "
Το επιμύθιο της ιστορίας, για τους μελετητές του φθόνου, είναι ότι κανείς δεν ξέρει πόσο βαθιά φτάνει, γιατί μπορεί να είναι - όπως η υποκρισία, η κακία, το μίσος κι η θρασύτητα του Ουράϊα Χιπ - απύθμενος.
Δείτε το Μπίλι Μπάντ, το σπουδαίο διήγημα του Herman Melville ( 1819 -1891 ) που στο επίκεντρό του βρίσκεται ο καθαρός φθόνος.
Το Μπίλι Μπάντ είναι η ιστορία ενός καλού ανθρώπου που σκοτώνεται από έναν κακό άνθρωπο, μόνο και μόνο γιατί ο δεύτερος μισεί την ομορφιά του πρώτου και την αγνότητα της αθώας μεγαλοψυχίας του. Με την πρώτη ματιά, ο Τζον Κλάγκαρτ, ο οπλονόμος του Μπέλποιντ, νοιώθει τη χολή του φθόνου βλέποντας τον Μπίλι " με τα φωτεινά γλυκά μάτια " και στη χολή του φθόνου του, σταλάζει το βιτριόλι της περιφρόνησης.
Ο Melville ισχυρίζεται ότι θ΄αποπειραθεί να κάνει ένα πορτραίτο του Τζον Κλάγκαρτ κι αποδεικνύεται ότι είναι ένας οξυδερκής ανατόμος του φθόνου.
Ο Κλάγκαρτ είναι φορέας της κατάστασης που ο Melville ονομάζει " Φυσική διαφθορά " και την περιγράφει σαν ένα είδος που δεν απαντάται στις φυλακές αλλά στον πολιτισμό, τυλιγμένη με " το πέπλο της αξιοπρέπειας ", η οποία ποτέ δεν είναι ούτε " φιλοχρήματη ή φιλάργυρη " ούτε και " χυδαία ή σαρκική ", αλλά είναι βαθιά παράλογη με το πρόσχημα μιας λογικής ζωής.
Όσοι έχουν αυτή τη φυσική διαφθορά, γράφει ο Melville, " είναι τρελοί και μάλιστα πολύ επικίνδυνοι, γιατί η τρέλα τους δεν είναι μόνιμη, μα σποραδική. Και την προκαλεί κάτι το ειδικά ξεχωριστό. Είναι κρυφή κι αυτοκυρίαρχη έτσι που και στην πιο μεγάλη ακμή της να μη γίνεται αντιληπτή από τον μέσο άνθρωπο, και για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω, όποιος κι αν είναι ο σκοπός της - κι ο σκοπός της μένει πάντα καλυμμένος - η μέθοδος κι όλη η εξωτερική διαδικασία φαντάζει πάντα απόλυτα λογική. "
Το φθονερό μίσος του Κλάγκαρτ για τον Μπίλι τον κάνει να ψευδομαρτυρήσει εναντίον του. Όταν εξετάζεται κατ' αντιπαράσταση με τον κατήγορό του, ο αγνός Μπίλι, ο οποίος ταλαιπωρείται από το τραύλισμά του, δεν μπορεί ν' απαντήσει, αντιδρά ενστικτωδώς μοιραία και μ' ένα μόνο χτύπημα θανατώνει τον Τζον Κλάγκαρτ. Το χτύπημα είναι διπλά μοιραίο, γιατί ο Μπίλι Μπάντ, παρότι η ψυχή του είναι αθώα, πρέπει να τιμωρηθεί δι' απαγχονισμού για την πράξη του.
Η τελευταία λέξη του Melville γι' αυτά τα γεγονότα δίνεται στον στοχαστικό πλοίαρχο Βίαρ, ο οποίος ισχυρίζεται ότι " πρόκειται για ένα μυστήριο της ανομίας, ένα θέμα που μόνο ψυχολόγοι και θεολόγοι θα μπορούσαν να εξετάσουν. "
Πηγή στοιχείων : Joseph Epstein, Φθόνος, Νεφέλη, 2005 κι οι ιστοσελίδες που ήδη αναφέρθηκαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: